Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 335.jpg

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
335

ΛΩΠΟΔΥΣΙΑΙ

Ἐν συναναστροφῇ. Ὁ κύριος ζητεῖ νὰ πωλήσῃ εὐφυΐαν εἰς κυρίαν παρακαθημένην.

— Δὲν ἀγαπῶ διόλου τοὺς βλᾶκας....

Καὶ ἡ κυρία ἀνακουφιζομένη:

— Εὖγε! Αὐτὸ σᾶς συνιστᾷ. Θὰ ’πῇ ὅτι δὲν εἶσθε ἐγωϊστής!


Συζυγικαὶ σκηναί.

Ὁ σύζυγος ἀνακαλύπτει ὑπόπτους σχέσεις τῆς συζύγου του.

— Δὲν ’ντράπηκες, ἀθλία, νὰ κάμνῃς κόρτε μὲ τὸν καλλίτερόν μου φίλον…

Καὶ ἐκείνη μετὰ τόνου:

— Ἆ προτιμοῦσες νὰ τὸ κάμνω λοιπὸν μὲ τὸν χειρότερόν σου ἐχθρόν;…!


Ὁ Ἀγαθόπουλος θέλει ν’ ἀποφύγῃ τὴν αἴτησιν φίλου ζητοῦντος νὰ τῷ πέμψῃ ἐντὸς ἐπιστολῆς δανεικὰ δέκα φράγκα.

«Ἤθελα — τῷ γράφει — εὐχαρίστως νὰ σοῦ ἐσωκλείσω ἐδὼ τὰ δέκα φράγκα, ἀλλὰ τὰ ’θυμήθηκα ἅμα ἔρριψα τὴν ἐπιστολήν μου εἰς τὸ γραμματοκιβώτιον....


Ὁ κ. Ἀνυπόφορος εἶνε ἀθεόφοβος λιμαδόρος. Οὐαὶ εἰς ὅσους τὸν συναντήσουν καθ’ ὁδόν.

Προχθὲς συναντᾶ τὸν κ. Παράξενον, τὸν ὁποῖον σταματᾶ ἕτοιμος νὰ τὸν λιμάρη:

— Ξεύρεις, φίλε μου....

— Ξεύρω, ἀδελφέ, ξεύρω καὶ εἶμαι μάλιστα καθ’ ὅλα σύμφωνος εἰς ὅ,τι διανοεῖσαι νὰ μοῦ ’πῇς....

Καὶ ὅπου φύγῃ—φύγῃ.