Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 303.jpg

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
303

Ἂν ἔχῃς γειτονόπουλα ποῦ εἶν’ ὁ πειρασμός σου,
Μὲ μιὰ ματιά σου δεῖξέ μου ποῦ εἶνε νὰ τὰ ’δῶ,
Νὰ σοῦ τὰ κάμω σὰ σκυλιὰ νὰ σπαρταροῦν ἐμπρός σου,
Καὶ νὰ τὰ πιάνουν σύγκρυα ἐδὼ ’σὰν τραγουδῶ.



Γιὰ χάρι σου, μὰ τὸ θεὸ, ὅσους μοῦ ’πῇς σκοτόνω,
Γιοφύρι ἀπὸ κόκκαλα σοῦ κάμνω νὰ περνᾷς,
Κι’ αὐτὸν τὸν Χάρο ἂν τὸν ’δῶ, κι’ αὐτὸ τὸν μαχαιρόνω,
Νὰ βγαίνῃς, φῶς μου, ἄφοβα, παντοῦ νὰ σεργιανᾷς.



Κι’ ἂν τύχῃ τὸ φουστάνι σου κανένας νὰ πατήσῃ,
Νὰ ’γγίξῃ τὴν πλεξοῦδά σου ἀπὸ παλληκαριά,
Νὰ μὴν τὸν εἶχεν ἄμποτες μάνα καμμιὰ γεννήσῃ,
Τοῦ κόβω τὰ παγίδια του, τὰ ῥίχτω στὰ θεριά.



Ὅ,τι μοῦ ’πῇς ὁρκίζομαι εὐθὺς πῶς θὰ τὸ κάνω,
Πῶς δὲν θὰ ’πὼ «ἀδύνατον» αὐτὸ ποῦ μοῦ ζητεῖς·
Καὶ ἂν μοῦ ’πῇς: ἀπόθανε! ἀμέσως θ’ ἀποθάνω
Κι’ ἂς ἀνοιχθῇ τὸ μνῆμά μου ἐκεῖ ποῦ θὰ πατεῖς.



Νὰ σ’ ἀρνηθῶ, τὰ χείλη σου μόνον νὰ μὴ προστάξουν·
Αὐτὸ μόνον δὲν γίνεται, ὁ κόσμος κι’ ἂν χαθῇ,
Κάλλια νὰ ’δῶ στὴν πόρτα σου σὰ βῶδι νὰ μὲ σφάξουν
Τὸ αἷμά μου στὸ σπῆτί σου ποτάμι νὰ χυθῇ.



Ἂν ὅμως καὶ δὲν μ’ ἀγαπᾷς καὶ θέλεις ν’ ἀποθάνω,
Ἀπόψε εἰς τὴν πόρτα σου μπῆξε καρφιὰ γερά,
Νὰ χύσω τὰ τσιγέρια μου, νὰ τὰ κρεμάσ’ ἐπάνω
Νὰ βγάλῃ μαῦρο ὄνομα τὸ σπῆτί σου, σκληρά!



Κι’ ὅποιος περνᾶ, τρεμουλιαστὰ νὰ κάνῃ τὸ σταυρό του·
Ἐσὺ νὰ ζῇς μὲ δάκρυα, μὲ πόνους, μὲ καϋμοὺς
Κι’ ἂν πάρῃς ἄνδρα τὴν αὐγὴ σὰν θἆσαι στὸ πλευρό του
Νὰ μὲ θωρῇς στὸν ὕπνο σου, νὰ χύνῃς στεναγμούς.
Ἐν Ἀδριανουπόλει, 1886.

G. LAFFON