Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 240.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
240

— Μὴ ἧσθε τόσον ἐκδικητική! ἀπήντησε μειδιῶν ὁ καθηγητὴς. Εἶσθε τόσον εὐγενὴς καὶ ὡραία καὶ δὲν σᾶς πηγαίνει.

Ἐκείνη εἶδε προφανῆ τὴν ὑποχώρησιν καὶ ὠφελήθη τῆς στιγμῆς ν’ ἀνακρούσῃ πρύμνην, ὅπως εὐπλοήσῃ πρὸς τὸν λιμένα τῶν πόθων της. Διὰ τοῦτο ἀπήντησεν, εὔχαρις:

— Ὅσον καὶ σεῖς καλὸς καὶ ἀγαπητὸς μὲ ὅλον τὸν ὑπερήφανον χαρακτῆρά σας.

Ἐτόνισεν ἰδιαζόντως τὴν φράσιν, ὑποδηλοῦσα, τίς οἶδε τί, ὑπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν τοῦ χαρακτῆρος.

Ὁ κ. Ξ. ἠθέλησε νὰ ἐξακολουθήσῃ· ἀλλ’ ἐκείνη τῷ ἔνευσε σιωπήν, διότι ἐπανῆλθεν ὁ Ἀλέκος.

Μετ’ ὀλίγον ἀπεχωρίσθησαν, σφίγξαντες ἀλλήλων τὰς χεῖρας καὶ ἀποκαλούμενοι ἀμοιβαίως εὐτυχεῖς διὰ τὴν γνωριμίαν των.

VII

Ὁ Ἀλέκος μετὰ τῆς ἐξαδέλφης του ἀπῆλθον νὰ περιδιαβάσωσιν ὀλίγον εἰς τὴν παραλίαν. Ὁ χρυσοκόμης ἥλιος ἔδυε, γλυκύτατος ὑπὸ οὐρανὸν ἀνέφελον, καὶ ἔστιλβε γαλήνιος ὁ Σαρωνικὸς.

Περιεπάτουν σιγηλοί, διότι ἐκείνη ἐρρέμβαζεν. Ἀνεπόλει τὸ βραχὺ παρελθὸν καὶ ἐσκέπτετο καὶ ὠνειροπόλει.

— Ὤ, ἔλεγε καθ’ ἑαυτήν, ἡ ὑπόθεσις βαίνει κάλλιστα. Ἀπὸ σήμερον τοὐλάχιστον μ’ ἀγαπᾷ. Προσεποιεῖτο τάχα, ὅτι δὲν μ’ ἐγνώριζεν, οὔτε μ’ ἐνεθυμεῖτο. Πονηρίαι, Θεέ μου, πονηρίαι! Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάττῃ ἀπὸ τὰ σιγαλὰ ποτάμια! Καὶ τί ἐσυλλογίσθη ὁ ὑποκριτής! Προβλήματα καὶ ἄλγεβραις! Πόσον ἀφυῶς ἐδοκίμασες νὰ μᾶς κάμῃς τὸν ὑπερήφανον, κύριε Ξ!… Μ’ ἀγαπᾷ καὶ δὲν εἴξευρε, πῶς νὰ κρυφθῇ… Καλὰ τὸν ἔχω ὅμως. Δύο-τρεῖς ἐπισκέψεις καὶ τὸν τρελλαίνω ἐγώ… Τί καλά μου! Ἂν τοὐλάχιστον μ’ ἀρραβωνίσῃ, δὲν μοῦ γλυτόνει. Ὁπωσδήποτε ἡ ὑπόθεσις εἷνε μισοτελειωμένη. Τυχηρὰ πράγματα! Ἂν ἦτο πεπρωμένον νὰ μὲ πάρῃ ὁ ἰατρὸς καὶ ὁ ἀνθυπασπιστής. Οὔ, καὶ αὐτοὶ οἱ ἰατροί! Ὅλο ἰδιοτροπίας εἷνε καὶ, Κύριος οἶδε, πότε θὰ ἔπερνε τὸ δίπλωμά του. Οἱ δὲ στρατιωτικοὶ δὲν ἔχουν τόρα μέλλον καὶ περίμενε γαλόνι στὴν ἄλλη ζωή! Ὁ κ. Ξ. ὅμως ἔχει ἐξησφαλισμένην τὴν θέσιν του. Τοὐλάχιστον θὰ ζῶμεν εἰς πρωτευούσας νομῶν, μὲ καλὴν πάντοτε κοινωνίαν, χρυσῆν καὶ τρισευδαίμονα ζωήν. Καλὰ τὸ λέγει ἡ παροιμία, «ὅποιος ξεύρει νὰ διαλέξῃ εὔμορφο δένδρο, σπάνιο νὰ τοῦ λείψῃ ὁ ἴσκιος.» Τυχηρόν μου νὰ γίνω κυρία καθηγητοῦ. Εἰς ὀλίγον