Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 238.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
238

VI

Αἴφνης ὁ Ἀλέκος διακόπτει τοὺς ῥεμβασμοὺς της, λέγων πρὸς αὐτήν·

— Εἶδες, ποῦ ἐλησμόνησα καὶ ἀκόμη δὲν ἐπῆγα εἰς τὸ τελωνεῖον διὰ τὴν ὑπόθεσιν τοῦ θείου;

— Bravo σου! ἀπήντησε σοβαρῶς ἐκείνη, συστέλλουσα αἰφνιδίαν τινὰ ἐνδόμυχον χαράν της.

— Νὰ τρέξω τόρα; εἰς 5-10 λεπτὰ ἐπιστρέφω.

Ἡ ἐρώτησις τοῦ Ἀλέκου ἦτον ἀπρόσεκτος, διότι καὶ εἰς τὸν καθηγητὴν ἐπέβαλλε τὴν εὐγένειαν νὰ μὴ ἀπομακρυνθῇ καὶ εἰς ἐκείνην νὰ μὴ δείξῃ τάχα σεμνοτυφίαν καὶ δυσκολευθῇ νὰ μείνῃ ἐκεῖ ὀλίγας στιγμάς. Κατὰ βάθος ὅμως ἐκείνη εὕρισκεν εἰς τὴν σύμπτωσιν τὴν μεγίστην τῶν εὐτυχιῶν.

Καὶ μετὰ μικρὰν σκέψιν, ἀπεκρίθη·

— Πήγαινε, τέλος πάντων, διὰ νὰ μὴ μαλλόνῃ ὁ θεῖός σου, ἂν καὶ ἡ ὥρα δὲν εἶνε κατάλληλος. Ἀλλὰ τρέξε, παρακαλῶ, καὶ γρήγορα-γρήγορα. Νὰ ἐπιστρέψῃς ἀμέσως, διότι εἷνε καιρὸς ν’ ἀνέλθωμεν εἰς τὰς Ἀθήνας. Ὁ κύριος, πιστεύω — προσέθηκε, στρέφουσα χαριέντως πρὸς τὸν καθηγητὴν — θὰ μᾶς συγχωρήσῃ νὰ τὸν ἐνοχλήσωμεν νὰ παραμείνῃ, ἕως οὗ ἐπανέλθῃς.

— Ἆ, κυρία μου, εἶπεν ὑπομειδιῶν ὁ καθηγητὴς. Μὴ παίζετε, παρακαλῶ, μὲ τὰς λέξεις. Ὁμιλεῖτε περὶ ἐνοχλήσεως, διὰ πρᾶγμα, δι’ ὃ σᾶς εἶμαι ἀπείρως ὑπόχρεως διὰ τὴν τιμὴν καὶ εὐχαρίστησιν, ἣν μοὶ κάμνετε.

Ὁ Ἀλέκος ἔφυγεν ἐν σπουδῇ. Ἐκείνη δ’ εὐχομένη νὰ βραδύνῃ ὅσον πλειότερον, ἐσκέφθη νὰ σφυρηλατήσῃ τὸν σίδηρον, ἐν ὅσῳ ἦτο θερμός.

— Μ’ ἐνθυμεῖσθε ὀλίγον κἄποτε, εἶπε, κύριε Ξ., δὲν ἀμφιβάλλω, ἀφ’ ἧς ἑσπέρας ἐγνωρίσθημεν.

Ὁ καθηγητὴς τὴν ἠτένισεν, ἀπορῶν, καὶ ἀπεκρίθη·

— Ἀλλά, κυρία μου, πρὸ ὀλίγου ἐδῶ πρῶτον ἔλαβον τὴν εὐτυχίαν νὰ σᾶς γνωρίσω.

Ἐκείνη ἐμειδίασε διὰ τὴν προσποίησιν.

— Καὶ πῶς! εἶπε· δὲν μὲ ἴδετε ἄλλοτε;

— Ὄχι, κυρία.

— Ἀστειεύεσθε, κύριε Ξ.

— Σᾶς βεβαιῶ.

— Ἐλᾶτε δὰ τόρα καὶ σεῖς! εἶπεν ἐκείνη, παίζουσα μὲ τὴν ἅλυσιν τοῦ ὡρολογίου της. Ἀλλ’ ἄν, προσέθηκε χαριέντως, ἔχετε τόσον ἀχάριστον τὴν μνήμην, θὰ τὴν ὑποβοηθήσω εὐχαρίστως.