— Τὸν γνωρίζεις, Ἀλέκο, αὐτὸν τὸν κύριον, ποῦ μᾶς ἐχαιρέτισεν; ἠρώτησε τὸν ἐξάδελφόν της.
— Τὸν γνωρίζω ὀλίγον.
— Τί ἄνθρωπος εἷνε;
— Καθηγητὴς γυμνασίου.
— Ὀνομάζεται;
— Ξ.....
— Καὶ ἡ πατρίς του;
— Ἐπαρχιώτης εἷνε, μοὶ ἔλεγε προχθὲς ὁ Ἰάκωβος. Ἀλλὰ πόθεν, δὲν γνωρίζω.
— Εἷνε ἄγαμος;
— Νομίζω, δὲν ἠξεύρω καλά.
— Ἔτσι φαίνεται.
— Καὶ τί μᾶς μέλει, παρακαλῶ, τί εἷνε;
— Τίποτε βέβαια! ἀπεκρίθη ἐκείνη. Ἐκ περιεργείας ἁπλῶς καὶ ἀσκόπως ἠρώτησα.
Μετά τινας δὲ στιγμάς:
— Ξεύρεις, ἀλήθεια; ἐξηκολούθησεν. Ἐὰν τὸν συναντήσωμεν καὶ πάλιν, ἡ εὐγένεια ἀπαιτεῖ νὰ τὸν χαιρετίσῃς ἐγγύτερον καὶ μοὶ τὸν γνωρίσῃς.
— Τὸ μόνον εὔκολον, ἐξαδέλφη μου. Θὰ περάσωμεν καλούτσικα τὴν ὥραν μας μὲ τὸν καϋμένον τὸν δασκαλάκον!…
— Σιωπή, ἀνόητε, διέκοψεν ἐκείνη, μὴ σ’ ἀκούσῃ κανείς! καί.....
— Ἆ, διενοεῖτο, δυσφοροῦσα ὁπωσοῦν. Εἰς μάτην καὶ ἡ ζηλοτυπία. Πολὺ ἐκκεντρικὸς φαίνεται ὁ σχολαστικός μας. Ἂς ἁπλοποιήσωμεν τὴν στρατηγικήν, διὰ νὰ ἴδωμεν, ποῦ τρέχομεν.
Ἐκεῖνος ἀνεφάνη καὶ πάλιν ἐγγύς των. Ὁ Ἀλέκος τὸν ἐχαιρέτισεν, ἔκαμε τὴν σύστασιν καὶ οἱ τρεῖς ὁμοῦ ἐκάθησαν ἐκεῖ που πλησίον.
Μετά τινας ἀσημάντους ἐρωτήσεις, ἡ κυρία ἠρώτησεν ἐκεῖνον, ἂν τῷ ἀρέσουν αἱ Ἀθῆναι.
— Ὄχι τόσον, κυρία μου, ἀπήντησεν ἐκεῖνος. Αἱ Ἀθῆναι εἶνε ὡραιοτάτη πόλις τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλ’ ὄχι δι’ ὅλον τὸν κόσμον.
— Ἐκτὸς ὑμῶν ὑπέθετον.
— Δὲν ἔχω λόγους νὰ τὸ πιστεύω, κυρία.
— Καὶ διατὶ ὄχι, παρακαλῶ; Νέος κύριος, ὡς σεῖς, ἀνεπτυγμένος, φι-