Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 234.jpg

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
234

— Κύριε, νὰ μὲ συγχωρῆτε, παρακαλῶ, ἂν σᾶς ἐπείραξα… Ἀλλὰ…

— Τίποτε, κυρία, διέκοψεν ἐκεῖνος ἀφελῶς. Τοὐναντίον μὲ ὑπεχρεώσατε, διότι μ’ ἐκάματε καὶ εἶδα τὴν τελευταίαν πρᾶξιν τοῦ δράματος.

Ἡ ἀπάντησις, παραδόξως ἀπροσδόκητος, δὲν ἐπεδέχετο ἀνταπάντησιν καὶ ἀπεχαιρετίσθησαν.

II

Τὴν νύκτα ἐκείνην εἶχε μικρὰν ἀγρυπνίαν, ἀναπολοῦσα τὸν ἐν τῷ θεάτρῳ ἄγνωστον διώκτην της καὶ πολλὰ μονολογοῦσα.

— Τὸν εἶδες ἐκεῖ τὸν κύριον! ἔλεγεν. Ἐκάρφωσεν ἐπ’ ἐμοῦ τὸ βλέμμα του τόσας ὥρας αὐθαδῶς καὶ εἰς τὸν ἐλάχιστον χαριεντισμόν μου συνεστάλη, ὡς γάτα, ὁ ἠλίθιος!

— Μὰ πάλιν εἰμπορεῖ καὶ νὰ μὴ ᾖνε βλάξ. Αὐτὴ ἡ ἀπάντησίς του ἦτο πολὺ περιφρονητική. Δὲν θὰ τοῦ ἤρεσα ἴσως τοῦ φίλου!

— Δὲν τοῦ ἤρεσα ἐγώ; ἐξηκολούθει, κατοπτριζομένη. Νὰ ἦτο καὶ ὡραῖος, κακὴ ὑπομονή! Ἔπειτα ἐγὼ εἶμαι δὰ ἀκόμη νέα, 27 ἐτῶν μόλις, καὶ ἂν δὲν εἴμην ὡραία, δὲν θὰ μ’ ἐτρελλαίνοντο δύο ἀνθυπασπισταὶ καὶ τέσσαρες φοιτηταί. Καὶ ἐπὶ τέλους ἔχω chic, ὅπως τὸ λέγουν ὅλαι αἱ φίλαι μου, εἶμαι δὲ καὶ ἀπὸ οἰκογένειαν καὶ αὔριον-μεθαύριον μὲ περιμένει ἡ κληρονομία τοῦ θείου μου καὶ θὰ κερδήσωμεν καὶ τὴν δίκην τοῦ δημοσίου. Ὤ, νἄξευρεν ὁ κύριος!

— Ἀλλά, τί μωρολογῶ; Αὐτὸς ἐτρελλάθη ἤδη μαζῆ μου. Ποῖος κυττάζει μίαν γυναῖκα, ποῦ δὲν τοῦ ἀρέσει, τρεῖς ὥρας; Μὲ κατέτρωγε διὰ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἐνόμιζον, ὅτι θ’ ἀπέθνησκεν ἐκεῖ ἐξ ἔρωτος. Ὅτι μ’ ἀγαπᾷ καὶ ἐτρελλάθη δι’ ἐμὲ εἶνε ἀναντίρρητον. Νὰ ἴδωμεν μόνον, πῶς θὰ τελειώσῃ ἡ ἱστορία… Τὸν καϋμένον! ποῦ νὰ ᾖνε; τί νὰ κάμνῃ;… Δὲν ἐφέρθην κ’ ἐγὼ καλά. Πολὺ τὸν ἐπείραξα. Ἀπόψε χωρὶς ἄλλο δὲν θὰ κλείσῃ ’μάτι καὶ τὸ πρωῒ δέξου τον ἀπὸ τὸν δρόμον μας!…

Μ’ αὐτὰ καὶ ἄλλα ἀπεκοιμήθη ἐπὶ τέλους, ηὐχαριστημένη καὶ προσδοκῶσα.

III

Ἀνέτειλε καὶ παρῆλθεν ἡ αὔριον, ἀλλ’ ἐκεῖνος δὲν ἐφάνη πρὸς μεγάλην ἔκπληξίν της. Ἐφαντάζετο τὴν στενοχωρίαν του, διότι βέβαια δὲν ἐγνώριζε τὴν κατοικίαν τῆς, καὶ τὸν ἐλυπεῖτο. Μετὰ δύο ἡμέρας ὅμως συνήντησεν αὐτὸν εἰς τὴν μουσικήν· ἀλλ’ ἐν ᾧ αὐτή, ὑπομειδιῶσα καὶ πάλλουσα, τὸν