Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 140.jpg

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
140

ἃς ἐκληροδότησαν ἡμῖν ἄλλοι καιροί, ἄλλαι ἀνάγκαι, ἄλλοι ὅροι κοινωνικῆς καὶ ἐθνικῆς ὑπάρξεως. Φαντάζομαι μάλιστα τοῦς κυρίους Δαμαλᾶν καὶ Λαμπάκην τοὺς ξεθεώσαντας τοὺς ἀναγνώστας τοῦ «Χρόνου Ἀθηνῶν» περὶ τοῦ πῶς δεῖ λέγειν καλυμαύχιον ἢ καμηλαύχιον, τοὺς φαντάζομαι, λέγω, ἀναμοχλεύοντας τοὺς βυζαντινοὺς συγγραφεῖς, ἀποτινάσσοντας τον εὐρῶτα τῶν συναξαρίων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πατέρων καὶ προσπαθοῦντας διὰ παραπομπῶν καὶ ὑποσημειώσεων νὰ πολεμήσουσι τὴν ἀσεβῆ μου ἰδέαν, περὶ τοῦ ὅτι δηλαδὴ ἂν λείψουν αἱ κηδεῖαι 1) ὁ νεκρὸς δὲν χάνει ἀπολύτως τίποτε, 2) οἱ κληρονόμοι του ἐξ ἐναντίας κερδίζουν κἄτι τι ἀκόμη, 3) οἱ δυνάμει τῶν προςκλητηρίων καὶ κατὰ τύπους ἀκολουθοῦντες τὴν κηδείαν ἀπαλλάσσονται τῆς ὑποχρεώσεως νὰ κλαίουν ἐκ συνθήκης τὸν νεκρόν, καὶ 4) ὅλος ὁ ἄλλος κόσμος, ὁ ξένος καὶ ὁ ἀδιάφορος, ἀποφεύγει τὴν πένθιμον συνάντησιν, ἡ ὁποία, σᾶς ὁρκίζομαι εἰς τα κόκκαλα ὅλων τῶν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ’πεθαμμένων, οὔτε ἔσχεν οὔτε θὰ ἔχῃ ποτὲ τὸ ἐλάχιστον θέλγητρον.

Ἐννοῶ τὴν πάνδημον κηδείαν εἰς τὰς κώμας καὶ τὰ χωρία, ἔνθα τὸ εὐάριθμον τῶν κατοίκων καθίστησι κοινὰς τὰς θλίψεις καὶ τὰς εὐτυχίας, συσφίγγει τοὺς δεσμοὺς καὶ ἀναπτύσσει τὸ πρὸς ἀλλήλους κοινωνικὸν αἴσθημα. Ὅταν λ. χ. ἀποθάνῃ ὡραία τις ἀγρότις ἢ πολιός τις Νέστωρ τοῦ χωρίου, ὅλοι ἀκολουθοῦν τὴν κηδείαν τοῦ νεκροῦ, διότι ὅλοι ἀληθῶς διαμοιράζονται τὴν συμφορὰν τῆς ἀπορφανιζομένης οἰκογενείας καὶ διαθρύπτονται καὶ κλαίουν ἀληθῶς ὅλοι. Ἡ αὐτὴ ἐξ ἀντιθέτου ἀγαλλίασις καὶ χαρὰ ἠλεκτρίζει τὸ χωρίον ὁλόκληρον ὅταν τελῆται γάμος, ἢ ἄλλη τις εὐφρόσυνος οἰκογενειακὴ ἑορτή, ἀποτελοῦσα ἀληθὲς εἰδύλλιον δι’ ὅλας ἀνεξαιρέτως τὰς νέας, τοὺς νέους, τοὺς πατέρας, τὰς μητέρας καὶ τὸν λοιπὸν μικρόκοσμον τοῦ χωρίου.

Ἀλλ’ ἐδὼ, παρακαλῶ, ὅπου ἡ πυκνὴ συγκέντρωσις τοῦ πληθυσμοῦ διασπᾷ καὶ καθίστησι ξένους πρὸς ἀλλήλους καὶ ἀδια-