Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 129.jpg

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
129

κομμα· ἢ, ἂν ᾖνε ἱστορικὸν ἢ τὴν ἀρχιτεκτονικὴν ἀπαράμιλλον, δὲν θὰ ἦτο ἆρά γε δυνατὸν νὰ μετακομισθῇ ἀλλαχόσε που πέτρα πρὸς πέτραν;

«Ἐμπρὸς!» ἐπαναλαμβάνει ὁ ἁμαξηλάτης ἐπιτακτικώτερον.

Οὐδὲν ἄλλο καὶ ἐκ τῆς δευτέρας ταύτης φωνῆς ἐνόησεν ὁ καλὸς κἀγαθὸς ξένος, ἢ ὅτι καλῶς ἔβαινεν πρὸς τὰ ἐμπρὸς, ἀλλ’ ὤφειλεν ἴσως νὰ σπεύσῃ τὸ βῆμα. Ἤρχισε τότε λοιπὸν νὰ τρέχῃ, αὐτὸς ἐμπρὸς καὶ τὸ ὄχημα κατόπιν του, μηδὲ τολμῶν νὰ στραφῇ πρὸς τὸν ἁμαξηλάτην ὅπως τὸν ἐλέγξῃ διὰ τὸ ὅλως ἀπρεπὲς καὶ ἀσύγγνωστον τῆς καταδρομῆς. Ὅσον ὅμως καὶ ἂν ἔσπευδε νὰ προπορεύεται, τὸ ὄχημα τὸν κατέφθανε.

«Ἐμπρός!» τρίτον τοῦτο ἐκφωνεῖ ὁ ἀπόγονος τοῦ Αὐτομέδοντος, ὁ δὲ ξένος, καίτοι τὸ σῶμα βαρὺς, βάλλεται νὰ τρέχῃ ὅλαις δυνάμεσιν, ἐμπρὸς πάντοτε, ὡς ἄλλος πλέον Πανθεὺς, ὃν ἐπιμόνως προήλαυνον αἱ Μαινάδες

«πελείας ὠκύτητ’ οὐχ ἥσσονες
»ποδῶν ἔχουσαι συντόνοις δρομήμασι.»

Καὶ τοῦτο μὲν διὰ τὸ τραγικὸν τοῦ θεάματος· διὰ δὲ τὸ κωμικὸν, ἐνθυμήθητε τὸν κύρ Γουρουνόπουλον (monsieur de Pourceaugnac) τοῦ Μολιέρου, ὅταν τὸν βάλλῃ ἐμπρὸς δωδεκὰς φαρμακοποιῶν ὅλων κλυστηριοφόρων,

«Piglia lo su,
siqnor monsu
che non ti farà male
questo serviziale.»

κραυγαζόντων καὶ τρεχόντων ἐξοπίσω του.

Καταλαμβάνετε ὅτι ἀνεστατώθη ὅλη ἡ ὁδός· οἱ μὲν τῶν θεατῶν ἐγέλων, ὅτι προγάστωρ τις κύριος, ἄλλως τε καὶ ἐνδυμένος κοσμιώτατα, προέτρεχε ἑνὸς ὀχήματος περιδεὴς καὶ ἀσθμαίνων, οἱ δὲ, βλέποντες ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκινδύνευεν, ὡς κωφὸς ἴσως, νὰ λακπατηθῇ ὐπὸ τῶν ἐπερχομένων ἵππων καὶ τροχῶν, ἀπετείνοντο πρὸς τὸν ἁμαξηλάτην διὰ βοῆς ὅπως στήσῃ τὸν δρόμον· πᾶς διαβάτης παρέμενεν ὑπὸ περιεργείας· οἱ ὑφασματοπῶλαι κρατήσαντες μετέωρον τὸν πῆχυν δι’ οὗ κατεγίνοντο νὰ μετρήσωσι τὸν ἀγορασθέντα ἱστὸν, ἠτένισαν καὶ αὐτοὶ πρὸς τὰ ἔξω· αἱ κυρίαι ὅσαι ἔτυχον ἐκεῖ πρὸς ἐξώνησιν ἐμπολήματός τις ἐξῆλθον εἰς τὸν οὐδὸν τῆς θύρας, ἔνιαι τούτων ἀτενίζουσαι διὰ διόπτρων,—ἐλάττωμα θέλον