Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 110.jpg

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
110

0Κεριὰ ἀναμμένα, σύννεφα καὶ φέρετρο καὶ μνῆμα.
0Κι’ ὁ νοῦς μου ἐφτερούγιαζε μακριὰ ἀπ’ τὴ κεφαλή μου.
0Ἄχ! τί φιλὶ ποῦ ἤτανε τὸ ὑστερνὸ φιλί μου!
0Τί φαρμακάδα γλυκερή· ’ς τὰ χείλη τὢχω ἀκόμα·
0Φωτιὰ ποῦ δρόσιζε, δροσιὰ ποῦ μοὔκαιγε τὸ στόμα,
0Ἀθανασία καὶ στιγμή· τὰ χείλη του ἐφιλοῦσα,
0Κ’ ἔπιν’ ἀθάνατο νερὸ, κι’ ἀπέθαινα, κ’ ἐζοῦσα!

........

0Σύρε, πουλί μου, πήγαινε, μονάχος θἆνε τώρα…
–Ἆ! ὄχι· ἔχει συντροφιὰ μεγάλη τέτοια ὥρα
0Ἐκείνους ποῦ τραγούδησε ἡ ἀνδρικὴ φωνή του,
0Τὸ Γρίβα του, τήν λεβεντιὰ τοῦ Διάκου, τὸν Τσαβέλλα·
0Μονάχο δὲν τὸ παρατᾶ ὁ Μάρτης τὸ παιδί του·
0Θὰ σμίγ’ ἡ φουστανέλλα του μὲ Μάρτη φουστανέλλα…
0Τώρα ποῦ τὰ μεσάνυχτα ’ς ὀλίγο θὰ κτυπήσουν
0Οἱ πεθαμμένοι ἀδειανοὺς τοὺς τάφους τους θ’ ἀφήσουν·
0Θὲ νὰ γεμίσῃ σάβανα τὸ κοιμητῆρι κρύα,
0Κι’ ἀγαπημέναις συντροφαῖς, φίλοι νεκροὶ, θὰ πᾶνε,
0Εἰς τὴ μικρὰ πλατεία τους, ’μπροστὰ ’ς τὴν ἐκκλησία,
0Ἀγέρι ν’ ἀνασάνουνε καὶ κόλυβα νὰ φᾶνε ....
0Ἐκεῖ τώρα τ’ ἀδέρφι σου τὸ νειόταφο θὰ πάῃ,
0Θἄχῃ τὸ Ζαλακώστα του, τοὺς Σούτσους του ’ς τὸ πλάϊ,
0Καὶ μέσ ’ς τῆς Λαύρας τὰ σπαθιὰ - σπαθὶ ἤτανε κ’ ἐκείνη—
0Ἡ λύρα του ’ς τὰ σκοτεινὰ τὴ λάμψι της θὰ χύνῃ.
0Ἐκεῖνα ἐμπρὸς καὶ ’πίσω αὐτή· ’ςτὰ γονικά της πάλι....
0Πάντα μαζῆ, κι’ ἀπάνω ’δῶ, καὶ ’ςτὴ ζωὴ τὴν ἄλλη.
0Ἄχ! νὰ ’μποροῦσες νἄβλεπες τὴ πρώτη νύχτα ἐκείνη
0Ὁποῦ ἐξανασμίξανε, τὶ κλάψιμο ποῦ ἐγίνη,
0Τὶ φίλημα ἀντήχησε γλυκὺ καὶ πικραμένο,
0Ὅταν τὸν εἶδαν νἄρχεται μὲ βῆμα δειλιασμένο....
0Ὁ Γρίβας τὸν ἀγκάλιαζε, ὁ Σοῦτσος τὸν φιλοῦσε,
0Καὶ ὁ Κανάρης ’δάκρυζε ἐκεῖ ποῦ τὸν κρατοῦσε.[1]


  1. Ἦσαν οἱ στενώτεροι ἐκ τῶν φίλων τοῦ ἀειμνήστου Γεωργίου.