Κι’ ὁ νοῦς μου ἐφτερούγιαζε μακριὰ ἀπ’ τὴ κεφαλή μου.
Ἄχ! τί φιλὶ ποῦ ἤτανε τὸ ὑστερνὸ φιλί μου!
Τί φαρμακάδα γλυκερή· ’ς τὰ χείλη τὢχω ἀκόμα·
Φωτιὰ ποῦ δρόσιζε, δροσιὰ ποῦ μοὔκαιγε τὸ στόμα,
Ἀθανασία καὶ στιγμή· τὰ χείλη του ἐφιλοῦσα,
Κ’ ἔπιν’ ἀθάνατο νερὸ, κι’ ἀπέθαινα, κ’ ἐζοῦσα!
Σύρε, πουλί μου, πήγαινε, μονάχος θἆνε τώρα…
–Ἆ! ὄχι· ἔχει συντροφιὰ μεγάλη τέτοια ὥρα
Ἐκείνους ποῦ τραγούδησε ἡ ἀνδρικὴ φωνή του,
Τὸ Γρίβα του, τήν λεβεντιὰ τοῦ Διάκου, τὸν Τσαβέλλα·
Μονάχο δὲν τὸ παρατᾶ ὁ Μάρτης τὸ παιδί του·
Θὰ σμίγ’ ἡ φουστανέλλα του μὲ Μάρτη φουστανέλλα…
Τώρα ποῦ τὰ μεσάνυχτα ’ς ὀλίγο θὰ κτυπήσουν
Οἱ πεθαμμένοι ἀδειανοὺς τοὺς τάφους τους θ’ ἀφήσουν·
Θὲ νὰ γεμίσῃ σάβανα τὸ κοιμητῆρι κρύα,
Κι’ ἀγαπημέναις συντροφαῖς, φίλοι νεκροὶ, θὰ πᾶνε,
Εἰς τὴ μικρὰ πλατεία τους, ’μπροστὰ ’ς τὴν ἐκκλησία,
Ἀγέρι ν’ ἀνασάνουνε καὶ κόλυβα νὰ φᾶνε ....
Ἐκεῖ τώρα τ’ ἀδέρφι σου τὸ νειόταφο θὰ πάῃ,
Θἄχῃ τὸ Ζαλακώστα του, τοὺς Σούτσους του ’ς τὸ πλάϊ,
Καὶ μέσ ’ς τῆς Λαύρας τὰ σπαθιὰ - σπαθὶ ἤτανε κ’ ἐκείνη—
Ἡ λύρα του ’ς τὰ σκοτεινὰ τὴ λάμψι της θὰ χύνῃ.
Ἐκεῖνα ἐμπρὸς καὶ ’πίσω αὐτή· ’ςτὰ γονικά της πάλι....
Πάντα μαζῆ, κι’ ἀπάνω ’δῶ, καὶ ’ςτὴ ζωὴ τὴν ἄλλη.
Ἄχ! νὰ ’μποροῦσες νἄβλεπες τὴ πρώτη νύχτα ἐκείνη
Ὁποῦ ἐξανασμίξανε, τὶ κλάψιμο ποῦ ἐγίνη,
Τὶ φίλημα ἀντήχησε γλυκὺ καὶ πικραμένο,
Ὅταν τὸν εἶδαν νἄρχεται μὲ βῆμα δειλιασμένο....
Ὁ Γρίβας τὸν ἀγκάλιαζε, ὁ Σοῦτσος τὸν φιλοῦσε,
Καὶ ὁ Κανάρης ’δάκρυζε ἐκεῖ ποῦ τὸν κρατοῦσε.[1]
- ↑ Ἦσαν οἱ στενώτεροι ἐκ τῶν φίλων τοῦ ἀειμνήστου Γεωργίου.