Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1918) - 040.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
40

Κωστ. (κατεβάζει τὸ χέρι). Ποῦ νὰ θυμᾶμαι!..

Δέσπ. Ἤμουνα σωστὰ εἴκοσι χρονῶ. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, νά! ἐδῶ ποῦ κάθομ’ ἐγώ, καθόταν ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας μου... ἐγώ, θυμᾶμαι, ἔπαιζα πιάνο... καὶ ὁ ξάδελφός μου ὁ Φίλιππος μοῦ γύριζε την παρτιτοῦρα... (κυττάζοντας τὸν Κωστῆ). Τὸν θυμᾶσαι τὸ Φίλιππο;

Κωστ. Μὰ δὲν ἔχομε καὶ πολλὰ χρόνια νὰν τόνε δοῦμε...

Δέσπ. Ναί, ναί... Λοιπόν, ποὺ λές, σὲ περιμέναμε. Ὁ καϋμένος ὁ πατέρας!.. τί ἐτράβηξε ὅσο νὰ πῶ τὸ τελειωτικὸ ναί!.. τί ἐτράβηξε!..

Κωστ. (τρίβει μὲ στενοχώρια τὰ χέρια στὰ μπράτσα τῆς πολυθρόνας).

Δέσπ. (ἐξακολουθεῖ). Παντοῦ εἴχαμε λουλούδια. Νά! καὶ σ’ αὐτὸ ἀκόμη τὸ τραπέζι. Τότε ἤτανε τοῦ σαλονιοῦ... τὸ κακόμοιρο!.. μαζὶ ἐγεράσαμε. (Χαϊδεύει τὸ τραπέζι. Παύση).

Κωστ. (ἀκουμπᾷ τὸ κεφάλι στὸ χέρι, μὲ τὰ μάτια κλειστά. Φαίνεται σὰ νὰ νυστάζῃ).

Δέσπ. (γυρίζει καὶ τὸν κυττάζει). Κοιμᾶσαι;

Κωστ. Ὄχι δά! (δὲν ἀλλάζει στάση).

Δέσπ. Νύσταξες;

Κωστ. Λιγάκι... (Τὸ φῶς τῆς λάμπας ὅσο πάει λιγοστεύει).

Δέσπ. Καὶ ὅμως ἐμένα οἱ ἀναμνήσεις μὲ ζωηρεύουν! Δὲν εἶμαι πιὰ καὶ τόσο ἀναίσθητη!..

Κωστ. Μὰ ἐσὺ εἶσαι καὶ δέκα χρόνια νεώτερή μου... αὐτὸ δὲν εἶνε λίγο... Κι’ ἔπειτα ἐγὼ εἶμαι ὁ πιὸ δυνατός. Δὲν εἴπαμε πὼς τίποτα δὲ μοῦ κάνει ἐντύπωση;

Δέσπ. Ὥστε θὰ πᾷς νὰ πλαγιάσῃς;

Κωστ. Ἄ, μπᾶ... καθόλου!.. Ἡ διήγησή σου μὲ νανουρίζει.

Δέσπ. (συνεχίζει). Λοιπόν, ἐσὺ πάντα φοροῦσες γκρίζα ροῦχα, ἄσπρες γκέττες κι’ ἄσπρο λουλοῦδι στὴ μπουτονιέρα. Θυμᾶμαι... μόλις χτύπησε τὸ κουδοῦνι, ἔκανα νὰ σηκωθῶ γιὰ νὰ σ’ ἀνοίξω· μὰ ὁ Φίλιππος μ’ ἐκράτησε στὸ κάθισμά μου ἀπὸ τὸν ὦμο καὶ μοῦ εἶπε: (μιμεῖται: ) «— Κάθισ’ ἐκεῖ! » Στὸ δεύτερο κουδούνισμα μοῦ λέει ὁ πατέρας, σὰ νὰ μὲ μάλλωνε: «—Μὰ δὲν ἄκουσες; Ἦρθε ὁ ἀρραβωνιαστικός σου! Πήγαινε νὰν τοῦ ἀνοίξῃς ἐσύ!.. » Γύρισα, κύτταξα τὸ Φίλιππο... «—Κόπιασε! » μοῦ λέει ἀπότομα μὲς ἀπ’ τὰ δόντια του. Λοιπόν, ποὺ λές... αὐτὸς ἤτανε...

Κωστ. (ἀνασηκώνει ἀπότομα τὸ κεφάλι). Ἔ;!.. (ἀστραπὲς περνοῦν ἀπὸ τὰ μάτια του).

Δέσπ. Ναί!.. δὲν εἶνε γιὰ γέλια;... Εἴμαστε, βλέπεις, παιδιὰ τότε. Μὰ τί σκηνὲς μοὔκανε!.. Ἤθελε νὰ σκοτωθῇ... ἔλεγε πὼς θὰ σκοτώσῃ ἐσένανε... Ὡς καὶ τὸ δαχτυλίδι μοῦ τὤβγαλε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ πῆγε νὰν τὸ πετάξῃ, νά, ἀπὸ κεῖνο ἐκεῖ τὸ παράθυρο. (Γυρνᾷ καὶ δείχνει τὸ παράθυρο του κήπου).

Κωστ. (δὲ γυρνᾷ. Χτυπάει ἀνυπόμονα τὰ δάχτυλα στὸ τραπέζι).

Δέσπ. (ἐπιμένει). Θὰν τὸ πετοῦσε στὸν κῆπο, ἀπὸ κεῖ... (τὸν κυττάζει) στὴ στέρνα, κατάλαβες;