Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1918) - 036.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
36

Δέσπ. Πῆγες ἀντιπρόσωπος τῆς Ἀσφαλιστικῆς Ἑταιρείας...

Κωστ. Ναί... αὐτὸ ἤτανε πρόφαση. Ἐγὼ ἐστενοχώρησα τὸ διευθυντὴ νὰ μὲ στείλῃ.

Δέσπ. Μπᾶ;... γιατί;

Κωστ. Γιὰ ν’ ἀκολουθήσω μιὰ θεατρίνα.

Δέσπ. (παραξενεύεται, ἀλλὰ δὲν πειράζεται). Τί λές;!..

Κωστ. Σοῦ φαίνεται γελοῖο;

Δέσπ. Καθόλου!.. (μὲ κάποια ρέμβη). Ἡ ζωὴ ἔχει τέτοια ἐπεισόδια...

Κωστ. (ἰμπρεσσιονάρεται). Ἄ!.. (μικρὴ παύση. Τραβάει τὸ τσαγερὸ καὶ βάζει τὶς παλάμες του ἀπ’ ἔξω γιὰ νὰ δῇ ἂν εἶνε ζεστὸ τὸ ἀπομεινεσμένο χαμομῆλι).

Δέσπ. (γυρίζει καὶ τὸν κυττάζει). Τί κάνεις ἐκεῖ;

Κωστ. Κρύωσε αὐτὸ τὸ χαμομῆλι. Δὲν τὸ βάζεις στὸ μαγκάλι νὰ χλιάνῃ λιγάκι;

Δέσπ. (παίρνει τὸ τσαγερό, τὸ, βάζει στὸ μαγκάλι. Κάθεται σ’ ἕνα σκαμνάκι καὶ ζεσταίνει τὰ χέρια της ἀπάνω ἀπ’ τὴ φωτιά. Σιγή). Λοιπόν;

Κωστ. Ἄ, ναί... Θυμᾶσαι τὴ βιεννέζικη κομπανία ποὺ εἶχε ’ρθῇ τότε;

Δέσπ. (καθισμένη πάντα κοντά στὸ μαγκάλι). Ναί, βέβαια!., πῶς... τὴ θυμᾶμαι.

Κωστ. Τὴν πρίμα τὴ θυμᾶσαι; τὴ Μαρίχεν Φίσσερ ποὺ εἶχε ξετρελάνη ὅλον τὸν κόσμο;

Δέσπ. Καλέ, πῶς δὲν τὴ θυμᾶμαι, ἀφοῦ εἶχε ξετρελάνη κι’ ἐμένα;

Κωστ. Ἔ,... αὐτὴν ἀκολούθησα στὴν Αἴγυπτο.

Δέσπ. (φέρνοντας τὸ τσαγερὸ). Δὲν εἶνε παράξενο. (τοῦ χύνει τὸ ζεστὸ στὸ φλυντζάνι).

Κωστ. (τὴν κυττάζει ἀνακατώνοντας τὸ χαμομῆλι μὲ τὸ κουταλάκι).

Δέσπ. (τοῦ ρίχνει μιὰ κουταλιὰ ζάχαρη).

Κωστ. (δοκιμάζει).

Δέσπ. Εἶνε καλό;

Κωστ. Καλό. Φτάνει.

Δέσπ. (παίρνει πάλι τὴ θέση της). —Γι’ αὐτὸ λοιπὸν εἶχες βαλθῇ τότε νὰ μάθῃς Γερμανικά;

Κωστ. Γι’ αὐτό...

Δέσπ. (μὲ γεροντικὸ γέλιο). Χί, χί, χί!.. νὰ καὶ τὸ καλὸ μέρος τῆς ἱστορίας σου. Ἔγεινε ἀφορμὴ νὰ μάθῃς μιὰ γλῶσσα. «Ἅϊν, τσβάϊ, ντράϊ»... (γελᾷ πάλι). Χί, χί!.. θυμᾶσαι;

Κωστ. (χαμογελᾷ). Ναί... θυμᾶμαι... Μὰ τὸ κακὸ μέρος ἦταν περισσότερο!..

Δέσπ. Ἄ!.. ἔγεινε κανένα κακό;

Κωστ. Μὰ βέβαια... τὴν εἶχ’ ἀγαπήσῃ!

Δέσπ. Μὰ αὐτὸ εἶνε καλό, καϋμένε!

Κωστ. (τὴν κυττάζει· σὲ λίγο). Στάσου νὰ δῇς... Ἡ Μαρίχεν ὕστερ’ ἀπὸ ἕνα μῆνα, ἐπειδὴ εἶδε, λέει, πῶς εἶχα καλὴ φωνή, μοῦ