Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1918) - 033.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
33

σᾶς κάνει ἴδια μὲ τὸ τριανταφυλλάκι τῆς «Σωτηρίας» καὶ θὰ ἤμουν εὐτυχὴς νὰ σᾶς καρφώσω στὸ στῆθος μου!.. » (μὲ τὴ φυσική της φωνή). Καὶ τότε μένα μοὔρχεται νὰν τοῦ πῶ... (στέκεται).

Δέσπ. (καταμαγεμένη). Τί;... τί;...

Νίτσα. «—Τὸν κακό σου τὸν καιρό, κύριε! » (ξεκαρδίζεται).

Δέσπ. (τήνε μαλλώνει). Ἄ, μὰ τὸ ξέρεις πῶς εἶσαι πολὺ κακομαθημένη;

Νίτσα. Ὅταν θέλω. Καὶ γιὰ νὰ σᾶς τὸ ἀποδείξω, ἀποκρίνομαι στὸν καβαλλιέρο μου μὲ ἀνάλογη κουταμάρα: (πονηρὰ) «—Προσέξτε κύριε, γιατὶ ἀγκυλώνω! » Ἄξαφνα μὲ τραβᾷ ὁ μπαμπᾶς: «—Νίτσα, σοῦ συνιστῶ τὸν κύριο... Βαρελάκη» ἂς ποῦμε. (μιμεῖται) «—Δεσποινίς! » «—Κύριε!.. » (ὑποκλίνεται κάθε φορά). Ὁ κύριος εἶνε λεπτός, χλωμός, ἀντίθετος μὲ τὸ ὄνομά του... (μὲ λαχτάρα)—καὶ πρὸ πάντων νέος!.. Μαλλιὰ καστανόξανθα, πρόσωπα ἐρωτευμένο... ὕφος Παπαρρηγοπούλειο!.. Ἡ χειραψία μας εἶνε θερμή, οἱ ματιές μας διασταυρώνονται σὰ σπαθιά!.. (μὲ θεατρικὴ χειρονομία: ) Εἰδύλλιο!..

Δέσπ. Μά, ποῦ τἄμαθες ἐσὺ αὐτά;

Νίτσα. Καλά, καὶ τί ἔκανα τόσα χρόνια ἐσωτερική;... (μιμεῖται πάλι) «—Δεσποινίς, θὰ μοῦ προσφέρετε αὐτὸ τὸ βάλς; » «—Εὐχαρίστως, κύριε! » (μὲ τὴ φυσική της φωνή). Μὲ παίρνει στὸ μπράτσο του... ἡ μουσικὴ ἀρχίζει ἕνα γλυκὸ βάλς... Ἄχ, τὸ βάλς!.. Μοῦ φαίνεται πὼς θὰ εἶνε τὸ πρελούντιο τῆς ἀγάπης! Σὲ νανουρίζει... Ὁ καβαλλιέρος σου σὲ κρατεῖ σὰν πούπουλο προσεχτικὰ... Οἱ καρδιὲς χτυποῦν δυνατά... τὰ γόνατα λύνονται... μιὰ φωτιὰ σὲ καίει... Ἄξαφνα ζαλίζεσαι, γέρνεις στὸν ὦμο του κι’ ἐκεῖνος σοῦ ψιθυρίζει: «σ’ ἀγαπῶ... σ’ ἀγαπῶ... » Ὡρισμένως ἀπόψε θὰ σᾶς ἔρθω ἀρραβωνιασμένη!.., (ἀρχίζει νὰ χορεύῃ σὰν πεταλοῦδα σιγομουρμουρίζοντας μιὰ βάλς, ἐνῷ ἡ γιαγιά της καὶ ὁ παπποῦς ἔχουν στραφῆ καὶ τὴν παρακολουθοῦν. Ἡ Νίτσα χορεύοντας φτάνει στὴν κεντρικὴν εἴσοδο, κι’ ἐξαφανίζεται ἀνάμεσ’ ἀπὸ τὴν πορτιέρα).

(Ὁ Κωστῆς καὶ ἡ Δέσποινα μένουν ἰμπρεσσιοναρισμένοι. Μικρὴ σιγή. Ὁ Κωστῆς ἀκουμπᾷ τὸ κεφάλι πίσω στὴν πολυθρόνα, καὶ κυττάζει στὸ κενό. Ἡ Δέσποινα ἀκουμπᾷ τὸ ἕνα χέρι στὰ γόνατα καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὸ χαϊδεύει ἀκολουθῶντας κἄποια της σκέψη).

Δέσπ. (σὲ λίγο), Πάει, ἔφυγε...

Κωστ. Ὅπως φύγανε καὶ τὰ νιᾶτα μας...

Δέσπ. (μὲ θλίψη). Ἔ...

Κωστ. Λυπᾶσαι γι’ αὐτό;

Δέσπ. Ὅσο νἆνε...

Κωστ. Μπᾶ!... ἐγὼ καθόλου! βιάζομαι μάλιστα νὰ τελειώνω μιὰ ὥρ’ ἀρχήτερα... Θυμοῦμαι... Ἔ, μιὰ φορὰ ἔστηνα κουβέντα μὲ τὰ σύννεφα... μὲ τ’ ἀστέρια... Τώρα νοιώθω σὰ νὰ μὲ τραβάῃ κἄτι τι κάτω, χαμηλά, χαμηλά... (ἀκολουθεῖ τὶς λέξεις χαμηλώνον-