Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1887) - 066.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
66


—Τί σᾶς ἔφταιξα; τοὺς ἔλεγα, κ’ ἐκεῖνοι
ἀπ’ τὸ πεῖσμα τους μ’ ἐδέναν πειὸ σφικτά.
Τότ’ ἀρχίνησαν τὰ δάκρυα κ’ οἱ θρῆνοι,
τότ’ ἀρχίνησαν καὶ βάσανα φρικτά.

Εἶδ’ ὁ Πλάστης μας τὴ λύπη μου τὴν τόση
κ’ ἕναν ἄγγελο μοῦ στέλνει ’ςτὸ φτερό:
—Σῦρε κύτταξε κι’ ἂν ἔχῃ μετανοιώσει
’ςτὸν παράδεισο ναρθῇ, τὸν συγχωρῶ.

Ἦλθ’ ὁ ἄγγελος ’ςτὰ κάτασπρα ’ντυμένος,
τὸν ἐκύτταξα μὲ φόβο κ’ ἐντροπὴ,
μοῦ ἐφάνηκε πῶς ἦταν λυπημένος
κ’ ἐπερίμενα ν’ ἀκούσω τί θὰ πῇ.

Βλέπεις, ἄνθρωπε, μοῦ λέγει, ὅποιος κάνει
ἁμαρτήματ’ ἀσυγχώρητα ’ςτὴ γῆ
τί κατάρα τὸν προσμένει σἂν πεθάνῃ,
τὶ αἰώνια κι’ ἀγιάτρευτη πληγή;

—Ναὶ, ἀλοίμονο τὸ βλέπω καὶ τὸ νοιώθω,
μὰ δὲν ἔφταιξα, σ’τὸ λέω καθαρὰ,
φταίγει ἐκείνη ποῦ μοῦ πῆρε κάθε πόθο,
κάθε πίστι, κάθε ἀγάπη καὶ χαρά.

Φταίγ’ ἐκείνη ὅπου μ’ ἔκανε νὰ πάθω
κι’ ἀπ’ ἀγάπη κι’ ἀπὸ ζήλεια νὰ χαθῶ,
ὅπου μ’ ἔκανε τὰ κάλλη της νὰ μάθω
καὶ τὸν Πλάστη μου ’μπροστά της ν’ ἀρνηθῶ.

Ὤ! ἀλοίμονο! δὲν φταίω ἐγὼ τόσο
καὶ ἀδίκως ὁ Θεὸς μὲ τυραννεῖ,
φταίγ’ ἐκείνη ὅπου μ’ ἔκανε νὰ νοιώσω
ὡς τὰ κόκκαλα βαθειὰ τὴν ἡδονή.