Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1887) - 065.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
65

Η ΚΟΛΑΣΙΣ

Α΄.

Ἤμουν ἄρρωστος, κορμὶ τυραννισμένο
κ’ ἐκοιμήθηκα μὲ χίλια γιατρικὰ,
κ’ εἶδα ὄνειρο πικρὸ, φαρμακεμένο
πῶς ἐπέθανα τὴ νύκτα ξαφνικά.

Ἦλθ’ ὁ διάβολος νὰ πάρῃ τὴν ψυχή μου
καὶ μοῦ ’φώναξε: Σὲ ξέρω ἀπὸ καιρὸ,
ἀκολούθα με ποῦ νἄχῃς τήν εὐχή μου,
μέσ’ ’ςτὴν κόλασι θὰ πᾷς, νὰ σὲ χαρῶ!

Ἐσηκώθηκα χωρὶς νὰ τοῦ μιλήσω,
αὐτὸς ἔτρεχεν ἐμπρός μου χωριστὰ
κ’ ἐγὼ ἄλαλος ἐπήγαιν’ ἀπὸ πίσω,
ὡς ποὺ φθάσαμε ’ςτὴν κόλασι μπροστά.

Τότε ἄνοιξε μιὰ πόρτα σκουριασμένη
κ’ ἐγὼ ἔρριξα μὲ πόνο μιὰ ματιά·
Δυστυχία μου τὶ πίσσα μὲ προσμένει,
τὶ ἀχόρταγη κ’ αἰώνια φωτιά!

Ἦλθαν διάβoλοι μὲ κέρατα σἂν βώδια
καὶ μὲ βάλανε ’ςτὴ μέση μοναχό,
καὶ μοῦ δέσανε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια
καὶ μὲ ρίξανε ’ςτὴν πίσσα τὸ φτωχό.