Ἐβγῆκα ἔξω μούσκευμα, χρυσῆ μου Παναγία,
Λυωμένος ἀπ' τὸν τρόμο μου καὶ τὴ ψυχρολουσία.
Τί θόρυβος! καὶ τί βοή! Λυπήσου Δέσποινά μου!
Ἔχασα τὸ μπαοῦλο μου... 'πᾶνε τὰ πράγματά μου...
Μ' ἀπὸ τὰ χέρια σῶσέ με ἐδὼ ἑνὸς βαρκάρη
Ποῦ τὸ 'πουκάμισο ζητεῖ γιὰ ναῦλο νὰ μοῦ πάρῃ!
Ἅχ! Παναγιά μου ἡ χάρι σου ἐδὼ ἄς με γλυτώσῃ
Τ' ἀνθρωποστοίβαγμα αὐτὸ κοντεύει νὰ με λυώσῃ.
Κουτσοί, στραβοί, κουλοί, ζουρλοί, μοῦ πέρνουνε τ' αὐτιά μου!
Νά, νά, μὲ ἐξενύχιασαν!... Θὰ χάσω τὰ μυαλά μου!..
Βοήθεια!.. μὲ πλακόνουνε κασέλλαις, ῥοῦχα, μπόγοι...
Καὶ μέσ’ ’στὴ σύγχυσι αὐτὴ μοῦ κλέβουν τὸ 'ρωλόγι!..
Ἅχ! Παναγιά μου τόσα θαύματά σου κάνεις,
Κολλᾶς ποδάρια, χέρια, μύταις τῶν ἀνθρώπων.
Μὰ τὸ καλλίτερό σου θαῦμα μὴν ξεχάνῃς,
Κόψε τὰ χέρια καὶ τὰ δυὸ τῶν Ἐπιτρόπων,
Γιατὶ, νὰ ξέρῃς! μὲ 'μισὸ ἂν μείνουν χέρι,
Στὸ λέω παστρικὰ, δέν σε συμφέρει!...