Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1886).djvu/64

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΚΩΝΣΤ. Φ. ΣΚΟΚΟΥ


Δυστυχισμένος ὅστις τὸ δῶμα
τῶν προπατόρων τον παραιτᾷ
καὶ εἰς τὸ γῆρας τρέχει ἀκόμα
διὰ ν' ἀπαντήσῃ τὰ περιττά.



Δὲν με μέλει τὶ γνωρίζεις·
'πέ μου τί 'μπορεῖς καὶ κάμνεις νὰ ἰδῶ τὸ τὶ ἀξίζεις.



Τὶ παράδοξον 'στὴν Ρώμη !
σχεδὸν ὅλοι της οἱ δρόμοι
ὡς στολίδι ἀράδ' ἀράδα
ἔχουν ἀπὸ μιὰ κ ....
Σ' ἔλεγαν τὸ πάλαι Ῥώμα·
ἃς σὲ λέγουν τώρα βρόμα.




ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ



Πῶς ὀνομάζουν ;
Ποιὸν σκοῦφον βάζουν,
ἀντὶ τὸ βράδυ, κάθε πουρνὸ,
καὶ τὸ κεφάλι
ἀφοῦ τὸν βάλῃ
δὲν φέρει σκοῦφον, μένει γυμνό;

(Ἡ φενάκη.)




Σ' αἰγιαλοὺς ἑλληνικοὺς σχεδὸν λησμονημένη,
ἀπὸ σκληρούς Ὀθωμανοὺς κεῖμ' ἡρωίς σφαγμένη.
Μὴ μ' ἀναγραμματίσης,
διότι μαύρη γίνομαι καὶ δύσμοιρος ἐπίσης.

(Ἡ νῆσος Ψαρά.)


64