Μὰ μήπως ξέρω ἐγὼ τί θέλετε νὰ ’πῆτε σήμερα μ’ αὐτό; καθὼς κατάντησαν ᾑ μόδες ποῦ ξέρω ἐγὼ τί θὰ εἰπῇ πεθερά;
Ἄχ. Θεέ μου· δὲν καταλαβαίνεις. Καλὲ σοῦ λέω πεθερὰ.... νὰ σὰν νὰ εἰποῦμε μιὰ μάνα.
Τί; μιὰ μάνα; τέτοια πεθερὰ θέλεις;
Ναὶ, τέτοια ἤθελα νἄχα, κι’ ἂς ἦταν καὶ πηλένια.
Μέγας εἶσαι κύριε καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου! Καὶ γι’ αὐτὸ κλαῖς;
Γι’ αὐτὸ.
Ἀμ’ δὲν εἶσαι καλὰ, Στυλιανή μου, καὶ καλὰ θὰ κάνῃς νὰ πᾷς ’ς τὴν Τῆνο τώρα ποῦ θ’ ἄρθῃ τὸ πανηγῦρι.
Γέλα ἐσὺ, ἐγὼ ὅμως εἶμαι δυστυχισμένη.
Γιατὶ δὲν ἔχεις πεθερά! Σῶσον κύριε τὸν λαόν σου! Ἀμ’ ἐδῷ οἱ ἄνθρωποι δίνουν ὅ τι ἔχουν καὶ δὲν ἔχουν γιὰ νὰ μὴν ἔχουν πεθερὰ καὶ σὺ κλαῖς γιατὶ δὲν ἔχεις;
Ἀκοῦς, λέει, κλαίγω, πῶς νὰ μὴν κλάψω; λίγο τὥχεις;
Αἴ, καλὰ, τὶ νὰ γείνῃ τώρα; νὰ εἶχε ὁ ἄντρας σου μητέρα νὰ τὴν φέρῃ νά κάτσῃ μαζῆ σου· μὰ ποῦ δὲν ἔχει;