Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1886).djvu/146

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΚΩΝΣΤ. Φ. ΣΚΟΚΟΥ

Καὶ δίχως δάκρυ, «σ’ ἀγαπῶ καὶ θὰ πεθάνω, φῶς μου,»
Χωρὶς νὰ τὴν παρακαλῇς, χωρὶς ἀκροστιχίδα,
Στὴν ἀγκαλιά σου χαίρεσαι τὴν εὐμορφιὰ τοῦ κόσμου
Κ' ἕνα μικρὸ διάδοχο ἀφίνεις στὴν Πατρίδα.
Νὰ ἔρωτας· κ' οἱ νέοι μας ἀκόμα καὶ οἱ ὄνοι,
Ἔτσι γνωρίζουν ἡ δουλειὰ αὐτὴ πῶς τελειώνει.

Δ

Κάτω τοῦ γάμου τὰ βαρειὰ δεσμά, τὰ σιδερένια,
Τῶν ἐλαφιῶν τὰ μέτωπα, ἡ ζήλιαις καὶ ἡ ἔννοια·
Τὴν εὐτυχίαν καὶ ἡμεῖς τῶν ζώων θὰ χαρῶμεν,
Χωρὶς προλήψεις, φυσικά, ἐλεύθεροι θὰ ζῶμεν.
Ζῶα δὲν ἤμεθα κ’ ἡμεῖς καὶ μάλιστα τὰ πρῶτα;
Γιατί λοιπὸν γυρίζωμεν εἰς τὴν χαρὰ τὰ νῶτα;
Γιατί τόσο θυμόνωμε ἀνίσως ἡ πλευρά μας
Δίνει καὶ πέρν’ ἕνα φιλὶ ἀπὸ τὸ γείτονά μας;
Εἶνε τὰ κέρατα βαρειά; ῥωτήσετε τὸν Δεῖνα·
— Τὸ ὄνομά του περιττὸν — καὶ θὰ σᾶς ἀπαντήσῃ,
Πῶς οὔτε τὰ αἰσθάνεται· ἔχει γυναῖκα φίνα·
Ποτὲ δὲν τὸ ἐννόησε.... καὶ τί ἂν τὸ ’νοήσῃ;
 Αὐτὸ δὲν τὸν κουράζει,
Τὸ κορωνάτο μέτωπο μπορεῖ καὶ τ’ ἀνεβάζει.
Ἀκόμη χθὲς μοῦ ἔλεγε μία γνωστὴ κυρία,
«Πῶς μὲ συνθήκαις ἡ τιμὴ εἶν’ ἔντιμος μωρία.»
Ἂν ἀτιμία τὴν τιμὴν ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἐκαλοῦσαν,
Ὡς ἅτιμαις ᾑ τίμιαις γυναῖκες θὰ περνοῦσαν.

Ε

Εἴμεθα τόρα στὴν ἀρχή· πλὴν ἡ ἡμέρα φθάνει,
Ποῦ τὴ ζωὴ ὀλόχαρος κανεὶς θ’ ἀπολαμβάνῃ
Καὶ δίχως οἰκογένεια θὰ ζῶμεν καὶ θρησκεία,
Χωρὶς παπάδες καὶ ψευτιὰ καὶ φλύαρα βιβλία.
Μόνο τὴν ἀριθμητικὴ θὰ ’βρίσκη τυπωμένα,
Τοὺς λόγους τοὺς βασιλικοὺς μὲ Δηλιγιάννη πέννα...
Δὲν θενὰ ἦνε πουθενὰ εἱρκταῖς καὶ λαιμητόμος·
Θὰ ἦν’ ἡ φύσις βασιλεύς, τὸ ῥεμπελιὸ ὁ νόμος.


146