Ὁ σύζυγος ἑτοιμάζεται νὰ ξεκινήσῃ μὲ τὸ σῶμα τῶν ἐθελοντῶν εἰς τὴν Μακεδονίαν.
— Γιὰ ποῦ ἀγάπη μου; τὸν ἐρωτᾷ τρυφερῶς ἡ κυρία.
— Γιὰ τὸν πόλεμο.
— Αἴ! μὰ τότε φόρεσε τὰ παλῃά σου ροῦχα, γιατὶ 'μπορεῖ, φῶς μου, νὰ σὲ σκοτώσουν!...
Ὁ κ. Παράξενος εὑρίσκεται εἰς στιγμὰς μισανθρωπίας καὶ ἀπελπισμοῦ. Τὸν συναντᾷ εἷς φίλος.
— Σὲ βεβαιῶ, ἐβαρέθηκα τὴ ζωή! Μοῦ ἔρχεται νὰ αὐτοκτονήσω, ἀλλὰ δὲν εἰξεύρω μὲ τί μέσον ἀσφαλέστερον.
— Ἁπλούστατον! Δὲν ἔχεις παρὰ νὰ προσκαλέσῃς ἕνα γιατρὸ ὅποιον θέλεις, κ' ἔννοια σου. Ἡσυχάζεις γιὰ πάντα!...
Ὁ κ. Ἀγαθόπουλος ἐρωτᾶται ἕν τινι συναναστροφῇ ἐὰν ἤθελε νὰ γνωρίζῃ τὸ μέλλον του.
— Δὲν βαρύνεσθε! ὅλο τὸ ἴδιο εἷνε. Τὸ μέλλον εἷνε ὅμοιον μὲ τὸ παρελθόν.
Ὁ κ. Ἀγάθος Ἀγαθόπουλος ἐπιστρέφει ἑνωρίτερον τοῦ συνήθους εἰς τὴν οἰκίαν, καθ' ἣν στιγμὴν ἡ κυρία Ἀγαθοπούλου εἰς τὸ σκότος τοῦ διαδρόμου ἀναμένει πάντα ἄλλον ἐκτὸς αὐτοῦ.
Αἴφνης ὁ κ. Ἀγαθόπουλος εὑρίσκεται εἰς τὰς ἀγκάλας της περιπτυσσόμενος.
— Πῶς ἄργησες, Ἀριστείδη μου;
— Καλὲ γυναῖκα, ἐξέχασες τ' ὄνομά μου;
— Ἆ! ἐσύ εἶσαι, Ἀγάθο μου; Δὲν σ' ἐγνώρισα στὰ σκοτεινά!
Μεταξὺ δύο καθ' ὁδόν.
— Ποῦ 'πᾶς Γιάννη;
— Εἰς τὸ σῆπτι. Πάω νὰ κάμω συντροφιὰ τῆς γυναῖκάς μου γιατὶ λείπει ἡ Μαρία. Καὶ σύ;
— Ἐγὼ πάω νὰ κάμω συντροφιὰ τῆς Μαρίας γιατὶ λείπει ἡ γυναῖκά μου!..