Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1886).djvu/119

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ

Πρόκειται περὶ τυποκλοπίας ἐν τῷ πλημμελειοδικείῳ Πατρῶν. Οἱ κατηγορούμενοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἔκλεψαν ξένην πνευματικὴν ἐργασίαν, διότι, λέγουν, τὸ ἀλφαβητάριον τοῦ κ. Σκορδέλη δὲν εἷνε ἔργον διανοίας.

Καὶ ὁ κύριος προεδρεύων πρὸς τὸν μηνυτήν:

— Εἷσθε βέβαιος ὅτι ἓν ἁπλοῦν ἀλφαβητάριον εἶνε ἔργον διανοίας;

— Εἶμαι βέβαιος, κύριε πρόεδρε, ὅτι δὲν εἶνε ἔργον κοιλίας!


Ὁ κ. Ἀγαθόπουλος ἀφῆκε τὸ διδασκαλικόν του ἐπάγγελμα καὶ ἔγινε συνεργάτης ἐφημερίδος

Ὁ ἀρχισυντάκτης ῥίπτει τυχαίως βλέμμα ἐπὶ τῶν χειρογράφων τοῦ κ. Ἀγαθοπούλου, γράφοντος εἴδησιν ἔχουσαν οὕτω «...τὸ πλοῖον ἐβυθίσθη αὔτανδρον...

— Ὄχι αὔτανδρον! ἐσώθη εἷς—τῷ παρατηρεῖ.

— Ἐσώθη; τὶ δυστυχία! Θὰ σβύσω τὴν καλλιτέρα λέξιν. Κρῖμα νὰ μὴ πνιγῇ αὔτανδρον!


Ὁ ἱεροκήρυξ κ. Σταματιάδης ἐξηγεῖ τὸ εὐαγγέλιον ἐπ' ἄμβωνος ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης.

Οἱ ἐνορῖται κλαίουν ἐκ συγκινήσεως, πλὴν ἑνὸς, ὅστις ἀκροᾶται μειδιῶν.

— Διατί δὲν κλαίεις σύ; τὸν ἐρωτᾷ εἷς.

— Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ ἄλλη ἐνορία!


Ὁ κ. Ἀγαθόπουλος μεταβαίνει μετὰ τῆς κυρίας του εἰς τὸ Ἀστεροσκοπεῖον διὰ νὰ ἳδουν τὴν ἔκλειψιν τῆς σελήνης, ὀλίγον ἀργὰ ὅμως.

— Τί θέλετε; τὸν ἐρωτᾷ ὁ θυρωρός.

— Νὰ ἰδοῦμε τὴν ἔκλειψιν.

— Τώρα; ἡ ἔκλειψις ἔγεινεν ἀπὸ τόση ὥρα...

— Ἀδιάφορον. Ὁ Κοκκίδης εἷνε φίλος μου καὶ πρὸς χάριν μου θὰ ἐπαναλάβῃ τὸ πείραμα!



119