Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1886).djvu/114

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΚΩΝΣΤ. Φ. ΣΚΟΚΟΥ

κραυγάς του δὲν ἀφυπνίσθη ἡ συμβία. Ἐπανέρχεται εἰς τὴν κλίνην θορυβωδέστατα καὶ ὅταν ἀφυπνισθῆ ἐκείνη καὶ ἀνασύρῃ μηχανικῶς ἐπὶ τοῦ μετώπου τὸν λιπαρὸν κεφαλόδεσμον καὶ ἐρωτήσῃ περιπαθῶς καὶ περίεργος ἐπὶ τῇ ἐκτάκτῳ ζωηρότητι τοῦ συζύγου:

— Τί εἷνε, ἄνδρα;

— Δὲν ἀκοῦς γυναῖκα, ὑπολαμβάνει ἐκεῖνος. Μᾶς ἐξεκούφαναν οἱ χασομέριδες. Μὰ τοὺς ἔδωκα καὶ κατάλαβαν ποιὸς εἷν' ὁ Κωσταντῆς ὁ Ταμπάκης.

— Ἔλα δὰ, πάντοτες ἤσουνα ζηλιάρης, ἐπαναλαμβάνει ἐν ἀηδεῖ ἐρωτοτροπίᾳ ἡ τρυφερὰ ἑξηκοντοῦτις καὶ οὕτως αἱ γεροντικαὶ τρυφερότητες ἀκολουθοῦσι τὴν ἀπὸ τῶν κώμων ἀνησυχίαν, καθ' ἥν στιγμὴν ἡ μὲν ὑπηρέτρια ἀπολαμβάνει τῶν θωπειῶν τοῦ προσφιλοῦς πυροσβέστου ἡ δὲ δεσποινὶς Οὐρανία Ταμπάκη θρηνεῖ τὸν ἀποπεμφθέντα οἰκτρῶς ἀνθυπολοχαγὸν, τὸν τόσῳ περιπαθῶς ψάλλοντα ὑπὸ τὰ παράθυρά της.

Ἡ φιλολογία τῶν παρ' ἡμῖν ἐπικωμίων ᾀσμάτων δὲν παρουσιάζει ὀλιγώτερα παράδοξα. Ἐὰν ἐξαιρέσῃ τις περιπαθεῖς τινας στροφὰς τῶν Παράσχων, τονισθείσας πρὸς κῶμον, καὶ ᾀσμάτιά τινα τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ Τυπάλδου, τοῦ Βαλαωρίτου, καὶ δημοτικά τινα δίστιχα ἀπαραμίλλου χάριτος, εὐφυΐας καὶ γλυκύτητος—ἅτινα ἀτυχῶς σπανίως ἀκούονται, τὰ λοιπὰ ἐπικώμια ᾄσματα ἀποτελοῦνται ἐξ ἐζητημένων καὶ κακοτεύκτων στιχαρίων, ἐν τοῖς ὁποίοις διαβλέπει τις καὶ ἀηδῆ δι' ἐξελληνισμοῦ ἐκφαύλισιν γλυκυτάτων δημοτικῶν στίχων, συμφορὰν τὴν ὁποίαν ὑπέστησαν καὶ τὰ λυρικώτερα τεμάχια τοῦ λυρικωτάτου Ἐρωτοκρίτου. Τὴν ἀηδίαν τῶν στίχων τούτων μόλις καταπνίγει ἡ γλυκύτης τοῦ μέλους καὶ κατορθοῦμεν οὕτω ν' ἀκούωμεν ὑπὸ τὰ παράθυρά μας οὐχὶ καὶ μετὰ πολλῆς ἀηδίας στίχους, οἱ ὁποῖοι ἀπαγγελλόμενοι, θὰ μᾶς ἐτάρασσον οὐχὶ πλέον τὰ ὦτα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀτυχῆ στόμαχον. Δὲν ἔχομεν τὴν ἀξίωσιν ν' ἀκούωμεν εἰς τὴν γλυκεῖαν μουσικὴν τοῦ Μόζαρ τοὺς περιπαθεῖς στίχους τοῦ Alfred de Musset:


114