Ἄκουσον, ὧ 'γαθέ! Δὲν ἀγορεύουσι πλέον οἱ ῥήτορες ἡμῶν τῶν ἐπιγενεστέρων ἀπὸ τοῦ ἀθανάτου τούτου βήματος;
Ἀφ' οὗ ἐκηρύχθη τὸ εὐαγγέλιον τῆς δημοκρατίας καὶ τῆς ἐλευθερίας τῶν λαῶν...
Βρέ, χριστιανοί μου, ξεφορτωθῆτέ μου νὰ συχωρεθοῦν τὰ πεθαμμένα σας, κ' ἐγὼ ἐγγλέζικα δὲν καταλαβαίνω. (Σταυροκοπούμενος) 'Πίσω μου σ' ἔχω Σατανᾶ!
Συλεῖς τὸ ἄφθιτον σέμνωμα τῆς δόξης ἡμῶν....
Καταστρέφεις τὸν βράχον αὐτὸν, ὅστις ἀντηχεῖ ἀκόμη εἰς τοὺς αἰῶνας τὴν ἀρχαίαν εὔκλειαν...
Δὲν τρέμεις μὴ οἱ Ὀλύμπιοι καταρρίψωσιν ἐπὶ σοῦ τοὺς κεραυνούς....
Βρέ, ἄϊντε νὰ κουρεύεσθε ἀπ' ἐδώ, τενεκέδες, ποῦ θὰ κοροϊδεύσετε σεῖς ἐμένα! Ὁρίστε μοῦτρα! Ἐδώ, κοτζὰμ εἰρηνοδίκης ἔβγαλε ἀπόφασι γιὰ τὸ νταμάρι αὐτό, ποῦ εἶνε ἰδιοκτησία μου, καὶ κοτζὰμ Δήμαρχος καὶ ὑπουργὸς δὲν μοὔπανε γρῦ, καὶ ἤρθατε σεῖς, διαόλου μπαγαπόντιδες, νὰ μοῦ κάμετε τάχατες τὸν καμπόσο. Ἔλα! μάρς! νὰ μὴ πάρω τὴ μαναβέλλα.
Ἀγνοεῖς τὴν ἀξίαν τοῦ μνημείου τούτου;
Τί ἀξίαν ῥὲ γαϊδοῦρι! Ἐδὼ πρῶτα ἔρριχνε ἡ Δημαρχία