περὶ τῶν ἐφημερίων. Ἔπρεπε νὰ ὁμιλήσῃ καὶ περὶ τῶν ἐφημερίων. Ἡ κυρία Ἑρβλαὶ δὲν ἦτο αὐτῆς τῆς γνώμης. Ὁ Σαρβὲ ἠσπάζετο ἐκ περιτροπῆς τὴν γνώμην τοῦ Γκενὼ καὶ τὴν τῆς Ἑρρικέττας.
Νέα συζήτησις συνήφθη καὶ μετὰ εἴκοσι λεπτὰ συνδιαλέξεων κοινῶν ἐτέθη ἐντὸς τῆς αἰθούσης τὸ ζήτημα εἰς ψηφοφορίαν ὅπως ἐν τῇ Βουλῇ. Ἡ πλειονοψηφία ἐπεδοκίμασε τὸν Βερδιέ!
—Τόσον τὸ χειρότερον! εἶπεν ὁ Γκενώ. Τὸ πρόγραμμά μας θὰ φανῇ πολύ ἄνοστον!.. Ὁ Γκαροὺς θὰ προσφέρῃ πρὸς τοὺς ἐκλογεῖς του φάρμακον τονωτικὸν καὶ ἡμεῖς θὰ τοὺς προσφέρωμεν πτισάνην!
Ἡ πτισάνη, φίλτατέ μου Γκενώ, συνεπέρανεν ὁ Σαρβέ, ἡ πτισάνη εἶνε ὀλιγώτερον φονικὴ ἀπὸ τὴν δυναμίτιδα.
—Αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰς περιστάσεις! εἶπεν ὁ κτηνίατρος.
Καὶ ἡ συζήτησις ἔμελλε ν’ ἀρχίσῃ ἐκ νέου, ὅτε ἡ κυρία Ἑρβλαὶ παρετήρησεν ὅτι ἡ ψηφοφορία εἶχεν ἤδη ἀποφασίσει καὶ ὅτι ἄν ἤθελον νὰ στείλωσι τὸ πρόγραμμα εἰς τὸ τυπογραφεῖον ἔπρεπε νὰ σπεύσωσι, διότι ἦτο ἤδη ἀργά.
—Θὰ τὸ ὑπάγω ἐγὼ ὁ ἴδιος, εἶπεν ὁ Καππσὰ λαμβάνων αὐτὸ κατὰ τὸ ἥμισυ σημειωμένον ἐκ διαγραφῶν διὰ μολυβδοκονδύλου ὑπὸ τῆς χειρὸς αὐτῆς τοῦ Βερδιέ.
Τέλος πάντων ἡ συζήτησις ἔληξεν ὁριστικῶς. Ἕκαστος ἐπείγετο νὰ ἴδῃ τιθέμενον ἔν τέρμα εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο, οὐδεὶς δέ, ἐκτὸς ἴσως τοῦ νεαροῦ Δυκᾶ, ἔμεινεν ἄγαν ηὐχαριστημένος ἐκ τῆς ἑσπερίδος ἐκείνης. Ὁ Γκενὼ εὕρισκεν ὅτι ὁ ταγματάρχης ἦτο νωθρὸς—ναί, ἦτο νωθρὸς ὁ ὑποψήφιος! Ὁ Καπποά, καίπερ ἧττον αὐστηρὸς δὲν ἦτο ἐν τούτοις πολὺ ἐνθουσιώδης καὶ ὁ Βερδιὲ αὐτὸς ᾐσθάνετο τὴν ἀπογοήτευσιν καταλαμβάνουσαν αὐτὸν μέχρι στενοχωρίας.
Ἐξερχόμενος ἐκ τῆς οἰκίας τῆς κυρίας Ἑρβλαὶ ὁ Καπποὰ εἶπε μίαν φράσιν ἔξοχον, ὁμιλῶν πρὸς τὸν Καπποά.
—Ποῖος μᾶς τὸν ἔστειλε τέτοιον ὑποψήφιον; εἶπεν. Νόστιμον ἦτο τὸ πρόγραμμά του!.. Μάλιστα!.. Ἄλλο δὲν μᾶς ἔλειπε παρὰ νὰ μᾶς ὁμιλήσῃ περὶ τῆς Ἀλσατίας καὶ Λωρραίνης!
Ὁ Σαρβὲ ἀπῆλθε χωρὶς νὰ ἐκφράσῃ τὴν γνώμην του, κατὰ τὴν συνήθειάν του, ἡ δ’ Ἑρρικέττα Ἑρβλαὶ ἐσκέπτετο, συλλογιζομένη τὸν Δυκᾶν, ὅτι ἡ χώρα αὐτὴ παρῆγεν ἐκλεκτὰ πνεύματα χωρὶς νὰ ἐξαντληθῇ καὶ ὅτι ὁ Αἰμίλιος εἶχε τὰ προσόντα μέλλοντος Βαρνάβα... ὄχι!.. μέλλοντος Βαρβαρού κάλλιον, διότι ὁ Βαρνάβας...
Ὁ Βερδιὲ ἠθέλησε, πρὶν εἰσέλθῃ εἰς τὸ δωμάτιόν του, ν’ ἀναπνεύσῃ ὀλίγον ἀέρα διὰ ν’ ἀπαλλαγῇ τῆς συμφορήσεως τῆς βαρυνούσης τὸ μέτωπόν του. Ἡ Γιλβέρτη ἔλαβε μικρὸν ἐπώμιον, ἀμφότεροι δὲ ὅπως εἰς τοὺς συνήθεις περιπάτους των ἐξῆλθον καὶ περιεπάτουν εἰς τὴν ὁδόν.
Ἡ νύξ διαυγὴς περιεκάλυπτε τοὺς ἀγροὺς διὰ σκιᾶς εὐχαρίστου, εὐδαίμονος σχεδόν. Αἱ οἰκίαι ὑπὸ τὴν λάμψιν τῶν ἀστέρων ἐφαίνοντο λευκότεραι, ἀποκτῶσαι χροιὰν γαλακτώδη. Μακρὰν δὲ ἐκεῖ πέραν ἐντὸς τοῦ ὑποκυανου φωτὸς τοῦ ὁρίζοντος ἐφαίνοντο βραδέως περῶντα ὡς ἐξολισθαίνοντα ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ οὐρανοῦ τὰ μελανὰ σχήματα τῶν διαβατῶν. Ὁ ταγματάρχης παρετήρει. Ἐν τῇ βαθείᾳ σιγῇ, τῇ διακοπτομένῃ μόνον παροδικῶς ὑπὸ τοῦ ἀπομεμακρυσμένου κρότον ἀμαξοστοιχίας τινὸς βυθιζομένης εἰς τὴν σκοτίαν, αἱ συνομιλίαι τῶν ἀπομακρυνομένων ἐκείνων ἀνθρώπων ἀντήχουν ὡς ψίθυρος ὑπόκωφος. Ἦσαν θερισταὶ ἐπιστρέφοντες εἰς τὸν οἶκόν των μετὰ ἐπίπονον ἡμέραν ἐργασίας καὶ ὁ στρατιωτικὸς δεικνύων πρὸς τὴν ἐρειδομένην ἐπὶ τοῦ βραχίονός του ἀνεψιάν του τοὺς χωρικοὶ, ὧν αἱ σκιαὶ ἤδη συνεχέοντο· ἐν τῇ σκιαυγείᾳ τῆς νυκτός:
—Ἐσύναξαν τὸν σῖτόν των αὐτοὶ, ἔλεγε, καὶ προητοίμασαν τὸν ἄρτον των ἀντὶ νὰ χάνωνται εἰς χονδρὰ λόγια! Νὰ καλλιεργῇ τις τὸ ἔδαφος ἢ νὰ τὸ ὑπερασπίζῃ, αὐτὸ εἶναι πάντως προτιμότερον παρὰ νὰ ἐμφανίζηται εἰς κοινὸν θέαμα ὡς ἐπὶ της σκηνῆς θεάτρου!.. Θὰ σοῦ φανῇ ἀστεῖον, ἀγαπητή μου Γιλβέρτη, ἀλλὰ τί νὰ σοῦ εἰπῶ; μετὰ τὴν ἡμέραν τὴν ὁποίαν ἔχασα ἀναμιγνυόμενος μὲ τοὺς ἀχρήστους ἐκείνους ἀνθρώπους, μοῦ ἤρχετο ἡ ἐπιθυμία νὰ χαιρετίσω τοὺς πτωχοὺς αὐτούς διαβάτας χωρὶς νά τοὺς γνωρίζω!
(Ἕπεται συνέχεια).
Ὁ Γιαννάκης Κουτρούκης πρώτην φορὰν τόρα ἀναφέρεται ὡς πρόσωπον τῆς μεγάλης ἡμῶν ἐπαναστάσεως. Ἔπραξε καὶ οὖτος μετὰ τόσων ἄλλων ὅ, τι τὸ καθῆκον καὶ ἡ πατριωτική του καρδία, ἡ ρωμαλέα ἐκείνη καὶ ἀκμάζουσα ἀκόμη ἐν τῷ γεγηρακότι σώματι, τῷ ὑπηγόρευε, καὶ ἀπεσύρθη ἔπειτα ἐν Ξυλογαϊδάρᾳ, τῇ γενεθλίῳ πατρίδι του, ἥσυχος. Καὶ ζῇ ἀκόμη ἑκατοντούτης καὶ πλέον, ἐν μέσῳ υἱῶν καὶ δισεγγόνων, ἀγαπητὸς εἰς ὅλους τοὺς ουγχωρικούς του, σεβαστὸς ἐν ὅλῃ σχεδὸν τῇ ἐπαρχίᾳ τῆς Δωρίδος.