Σελίδα:Εστία Αριθμός 659.djvu/6

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
518
ΕΣΤΙΑ

τὰ δένδρα τοῦ δάσους!.. Εἶνε πολὺ ὠφέλιμον!

—Θὰ κάμω ὅ, τι χρειάζεται, ἀπήντησεν ὁ Βερδιέ.

Καὶ δὲν ἐσυλλογίζετο πλέον τὸ ὅπλον του, τὸ τουφέκιον, τὸ ὁποῖον ἀφίπτατο, ἐξηφανίζετο, ἐξεμηδενίζετο ὡς ὁ θησαυρὸς τοῦ μύθου τῆς χωριατοπούλας μὲ τὸ γάλα. Ἦτο πλέον ὑποψήφιος. Ἐξήσκει τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὑποψηφίου. ἔπρεπε δὲ ν’ ἀποβλέπῃ πρὸ πάντων εἰς τὸ καθῆκον!

Ἐν τούτοις ἔτρεμε κἄπως ἀναλογιζόμενος ὅτι μετ’ ὀλίγον ἔμελλε ν’ ἀναγνώσῃ τὸ πρόγραμμά του ὡς μαθητὴς τὸ θέμα του καὶ ν’ ἀνακοινώσῃ τοὺς ἰδιαιτέρους του λογισμοὺς πρὸς τοὺς δύο ἐκείνους ἄνδρας, οἵτινες ἦσαν προστάται του ταὐτοχρόνως καὶ κριταί. Ὁ Σαρβὲ ἔστω! ὁ τίτλος τὸν ὁποῖον ἔφερεν ὁ γερουσιαστὴς Σαρβὲ ἐπέβαλλε σεβασμὸν καὶ εἰς αὐτὸν τὸν ἀγαθὸν Βερδιέ. Ἀλλ’ ὁ συμβολαιογράφος! ἀλλ’ ὁ κτηνίατρος τοῦ Σαλλύ!

—Ὁ συνταγματάρχης μου δὲν ἐζήτει νὰ μάθῃ τί φρονῶ· ἀρκεῖ νὰ ὑπήκουον εἰς αὐτόν! ἔλεγε καθ’ ἑαυτὸν ὁ ταγματάρχης.

Καὶ διετέλει κατεχόμενος ὑπὸ νευρικῆς ταραχῆς μέχρι τῆς ἑσπέρας. εἶτα μετὰ τὸ γεῦμα ἀφίκετο ὁ Γκενώ, μετ’ ὀλίγον δὲ καὶ ὁ Καπποά, ὅστις ἠσπάσθη μετὰ σπουδῆς τὴν χεῖρα τῆς κυρίας Ἑρβλαὶ καὶ ἐχαιρέτισε τὴν Γιλβέρτην μὲ τρόπον ἀλλόκοτον.

Καὶ ὁ Γκενὼ ὡσαύτως παρετήρει τὴν νεάνιδα περιέργως, τὴν ἠρώτησε μὲ ὕφος ἐκπλῆξαν αὐτὴν «ἂν εἶχε κάμει ἕνα καλὸν περίπατον τὴν προτεραίαν».

—Ἐξαίρετον, σᾶς εὐχαριστῶ.

Καὶ ἡ Ἑρρικέττα, ἣν οὐδὲν διέφευγε, συνέλαβε διαμειβόμενον μεταξύ τοῦ κτηνιάτρου καὶ τοῦ Καπποὰ βλέμμα ἐκ τῶν λαθραὶων ἐκείνων καὶ πονηρῶν, ἅτινα μαρτυροῦσα ὅτι περὶ γυναικὸς πρόκειται. Κατὰ τί τάχα ἡ Γιλβέρτη ἠδύνατο νὰ ἐνδιαφέρῃ τὸν Γκενὼ ἢ τὸν συμβολαιογράφον;

Ἀλλ’ ἡ κυρία Ἑρβλαὶ δὲν εἶχε συναθροίσει τὰ σημαντικὰ ἐκεῖνα ἄτομα διὰ τόσον ἀσημάντους προσωπικὰς πληροφορίας. Ἐπρόκειτο ν’ ἀκούσωσι τὸ πρόγραμμα τοῦ ὑποψηφίου. Ἀπὸ τοῦ ἑστιατορίου μετέβησαν εἰς τὴν αἴθουσαν καὶ ἤρχισεν ἡ ἐπίσημος τελετή. Ὁ Βερδιὲ καὶ πάλιν διελογίζετο διατί εὑρίσκετο ἐκεῖ καὶ ὄχι ἀλλαχοῦ καὶ ποῖος σκορπίος πολιτικὸς τὸν εἶχε κεντήσει.

Ἡ κυρία Ἑρβλαὶ διέταξε τοὺς ὑπηρέτας νὰ μὴ εἰσέλθωσι πλέον εἰς τὴν αἴθουσαν.

Ὁ ταγματάρχης ἐξετύλιξε τὸ χειρόγραφόν του, σφόδρα δὲ συγκεκινημένος ἐκάθησε παρὰ τὴν λυχνίαν ὅπως ἀναγνώσῃ. Τὸ φῶς μετριαζόμενον ἐκ τοῦ ῥοδοχρόου ἀλεξιφώτου σκεπάσματος διέγραφε τὰς προεξοχὰς τῆς ἰσχνῆς μορφῆς του καὶ ἐμήκυνεν ἐπὶ τοῦ χειρογράφου, ὅπερ ἀνὰ χεῖρας ἐκράτει, τὴν σκιὰν τῆς ρινός του.

Ἡ Γιλβέρτη τὸν παρετήρει ἀνήσυχος διὰ τὴν ἐντύπωσιν, ἣν τὸ πρόγραμμα ἔμελλε νὰ παραγάγῃ.

Ἡ κυρία Ἑρβλαὶ καθημένη πλησιέστατα τοῦ ταγματάρχου, ἐτοποθέτει καταλλήλως τὴν λυχνίαν, ἀκουσίως δὲ ὁ Δυκᾶς παρετήρει τότε τὴν ἰσχνότητα τῶν χειρῶν τῆς μεγάλης Ἐκλεκτορίσσης.

Ὁ κ. Καπποὰ ἀνέμενε μὲ τὰ χείλη συνεσφιγμένα καὶ ὁ Γκενὼ μὲ τοὺς βραχίονας ἐσταυρωμένους ἐπὶ τοῦ στήθους ὡμοίαζεν ἐπὶ τῆς ἕδρας του πρὸς ἔνορκον ἕτοιμον νὰ ἐξενέγκῃ τὴν ἐτυμηγορίαν του.

Ἀξιοπρεπέστατος, μὲ τὰ βλέφαρα καταβιβασμένα, ὡς νὰ κατείχετο ὑπὸ ἐνδομύχου σκέψεως ὁ Μεδερῖκος Σαρβὲ ἀνέμενε ν’ ἀκούσῃ, βεβυθισμένος εἰς τὴν ὑπνηλότητα ἐκείνην, ἤτις ἐν τῇ Γερουσίᾳ ἀπέδιδεν αὐτῷ ὁμοῦ μὲ τὰ εὐχάριστα ὄνειρα καὶ εὐγενῆ στάσιν.

—Ἐμπρός, ταγματάρχα! εἶπεν ἡ Ἑρρικέττα μειδιῶσα.

Ὁ ταγματάρχης ἤρχισε τὴν ἀνάγνωσιν.

Ἦτο πρόγραμμα ἄνευ φράσεων ἐξεζητημένων, ἁπλοῦν, εἰλικρινὲς ὡς αὐτὸς ὁ ὑποψήφιος. Ὁ Βερδιὲ δὲν εἶχεν ἐπιζητήσει νὰ ἐπιδείξῃ ἐπιτηδειότητα καὶ ὕφος ἐπιμεμελημένον. Παρουσιάζετο πρὸς τοὺς ἐκλογεῖς του μὲ εὐθύτητα, ἔδιδε τὸν λόγον του νὰ ὑπηρετήσῃ πιστῶς τὸν τόπον του καὶ σχεδὸν ἐζήτει συγγνώμην διότι ἐζήτει νὰ συμμετάσχῃ πολιτικῆς ὁμηγύρεως, ἐνῷ τὸ καθῆκόν του ἦτο ἴσως μόνον νὰ μεριμνᾷ περὶ τῶν συνόρων...

Ἡ λέξις σύνορα ἔκαμε τὸν Γκενὼ ν’ ἀνασκιρτήσῃ κἄπως ἐπὶ τῆς ἔδρας του.

—Ὤ, ὤ! εἶπε, τὰ σύνορα!.. Διατί τὰ σύνορα;

-Καὶ διατί ὄχι τὰ σύνορα; ἠρώτησεν ὁ κ Καπποὰ λίαν ἡσύχως.

— Τὰ σύνορα, εἶπε σοβαρῶς ὁ κτηνίατρος, εἶνε λέξις ἐπικίνδυνος. Ὁ χωρικὸς δὲν ἀγαπᾷ πολύ... δὲν ἀγαπᾷ διόλου τὴν ἰδέαν τοῦ πολέμου. Εἶνε περιττὸν νὰ τοῦ ὑπενθυμίζωμεν ἀναμνήσεις δυσαρέστους...

—Ἀλλὰ δὲν πρόκειται περὶ ἀναμνήσεων! εἶπεν ὁ ταγματάρχης. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλω νὰ βεβαιώσω εἶνε ὅτι τόσον ὁ ὑποψήφιος ὅσον καὶ ὁ ἐκλογεὺς καθῆκον ἔχουσιν ἐν δεδομένῃ στιγμῇ νὰ ὑπερασπίσωσι τὸ πάτριον ἔδαφος.

—Πῶς εἴπετε; εἶπεν ὁ Γκενώ.

Καὶ ἔβλεπε τὸν Βερδιὲ ἐμβρόντητος.

—Δὲν πρόκειται νὰ ὑπερασπίσωμεν τὸ πάτριον ἔδαφος! ἀνέκραξε. Ποῖος σᾶς ὁμιλεῖ περὶ ὑπερασπίσεως τοῦ ἐδάφους; Δὲν ἤλθομεν ἐδῶ