πύου, διότι ἄλλως ἀνάγκη εἶνε νὰ παράσχωμεν ἔξοδον εἰς τοῦτο δι’ εὐρείας ἐντομῆς, ἡ ὁποία ἀφίνει κατόπιν εἰς τὸν λαιμόν μας οὐλὴν πολύ δυσάρεστον καὶ ἥκιστα ἐξωραϊστικήν.
Συμπτώματα τῆς ὀξείας ἀδενίτιδος εἶνε πόνος, κοκκινάδα, πύρωσις καὶ ἐξόγκωσις τοῦ πάσχοντος μέρους, προσέτι δὲ καὶ πυρετὸς καὶ ἐλαφρά τις γαστρικὴ ἀναστάτωσις. Πρὸς τοπικὴν δὲ θεραπείαν ἐπιχρίομεν τὸ ἀλγοῦν μέρος δι’ ἐλαστικοῦ κολοδίου ἰωδοφορμίου, ἐν ᾧ ἐσωτερικῶς μεταχειριζόμεθα κυρίως ἰωδοῦχα καὶ ὑδραργυροῦχα φάρμακα. Ἡ χρονία ἀδενίτης καταντᾷ εἰς ὑπερτροφίαν τῶν ἀδένων καὶ πρὸς καταπολέμησιν αὐτῆς ἐνισχύομεν τὸ σῶμα διὰ θειούχων θερμῶν ὑδάτων, δι’ ἀρσενικούχων ἀναλύσεων, διὰ τοῦ ἀέρος τῆς θαλάσσης καὶ διαμένοντες εἰς μέρη ὑψηλά, ὅπου τὸ ἔδαφος ξηρὸν καὶ ὁ ἀήρ καθαρός. Ὑπάρχουσιν ὅμως καὶ ἄλλα πολλὰ φάρμακα, τῶν ὁποίων ὅμως τὴν χρῆσιν μόνον ὁ ἰατρὸς δύναται νά ὑποδείξῃ.
Οἱ ῥευματισμοὶ τῶν μυώνων τοῦ λαιμοῦ, τὸ λεγόμενον στραβολαίμιασμα, ὑποχωροῦν εἰς τὰς τρίψεις δι’ ἀρωματικών καὶ τερεβινθούχων ὑδάτων θεραπεύονται δὲ διὰ θειούχων λουτρῶν καὶ τινων ἄλλων φαρμάκων, ἐξ ὧν ἀναφέρομεν τὴν ἀντιπυρίνην, ἡ ὁποία ἀπό τινος πλησιάζει νὰ καταντήσῃ πανάκεια, ἀφ’ οὗ ἀποτελεσματικῶς ἐδοκιμάσθη εἰς πλείστας ὅσας ἀσθενείας καὶ πάντοτε σχεδὸν ἱκανοποίησε τὰς προσδοκίας τοῦ τε ἰατροῦ καὶ τοῦ πάσχοντος.
Δρ. Φλς.
Τὸ ἑπόμενον δημῶδες κρητικὸν ποίημα, πλῆρες ἱλαρότητος, ἀπέστειλεν ἡμῖν πρὸς δημοσίευσιν ὁ ἐν Κυθήροις διαμένων κ. Ἐμμανουὴλ Μόρμορης.
Ὁ ἄνθρωπος ὅντες γεννᾶται
δυὸ καὶ τριῶ λογιῶ νταντᾶται.[1]
Εἰς τοὺς δέκα γραμματισμένος
καὶ ὠμορφοκαμωμένος.
Σ τοὺς εἴκοσι ντελῆ κανλῆς
καὶ καλὸς ξεφαντωτής.
Στοὺς τριάντα ἀνδρειωμένος
κ’ εἰς τὸν κόσμο ξακουσμένος.
Στοὺς σαράντ’ ἀνθεῖ καὶ δένει
τὰ παιδιά του ἀναστένει.
Στοὺς πενῆντα γιὰ βουλὴ
ἄν ἔχῃ κεφαλὴ καλή.
Στοὺς ἑξῆντα καμπουρώνει
καὶ μαγκοῦρες περμαζώνει.
Στοὺς ἑβδομῆντα δὲ ’φελᾳ
μόνο τὰ ψωμιὰ χαλᾷ.
Στοὺς ὀγδόντα οἱ ἐδικοί του
τοῦ βαρυόνται τὴ ζωή του.
Θέ’ μου, πάρε μας τονε,
ξεροβγάλε μάς τονε,
μὴ τοὺς σώσῃ ἑκατό·
Δὲν τὸν ταγιαντοῦμε πλειό.
Οὐχὶ σπανίως βλέπομεν ἀνθρώπους καθ’ ὅλα ὑγιεῖς καὶ ἀκμαίους τείνοντας χεῖρα ἐπαίτιδα, εἰς δὲ τὰς ἀπευθυνομένας αὐτοῖς παρατηρήσεις ἐπὶ τῇ φυγοπονίᾳ των δικαιολογουμένους ὅτι δὲν εὑρίσκουσιν ἐργασίαν. Ἐν Παρισίοις ἠθέλησε φιλάνθρωπός τις νὰ λάβῃ πείραν ἀσφαλῆ τῶν ἐπαιτῶν τούτων, τὰ δὲ ἐξαγόμενα εἰς ἃ κατέληξεν ὑπῆρξαν περιεργότατα καὶ διδακτικώτατα. Θελήσας νὰ μάθῃ κατὰ πόσον τὰ παράπονα τῶν ὐγιῶν ἐπαιτῶν περὶ μὴ εὑρέσεως ἐργασίας ἦσαν δεδικαιελογημένα συνεννοήθη μετά τινων γνωστῶν αὐτῷ ἐμπόρων, βιομηχάνων, ἐργοστασιαρχῶν, οἵτινες ἀνέλαβον νά δίδωσιν ἐργασίαν ἐπὶ ἡμερομισθίῳ 4 δραχμῶν εἰς πάντα στελλόμενον πρὸς αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ ἐν λόγῳ φιλανθρώπου, οὗτινες θὰ ἐπαρουσίαζον ἐπιστολὴν. Ἐν διαστήματι λοιπὸν 8 μηνῶν ἐγνωρίσθη μὲ 727 ἐπαίτας ὑγιεῖς, οἵτινες φυσικῷ τῷ λόγῳ τοῦ παρεπονοῦντο ὅτι δὲν εἶχον ἐργασίαν. Εἰς πάντας ἀπήντησεν ὅτι ἠδύνατο αὐτὸς νά τοῖς προμηθεύσῃ ἐργασίαν, ὅτι ἕκαστος ἠδύνατο νά λάβῃ παρ’ αὐτοῦ συστατικὴν ἐπιστολήν, δι’ ἧς θὰ ἐγίνετο δεκτὸς εἰς ἓν ἐμπορικὸν ἢ βιομηχανικὸν κατάστημα μὲ μισθὸν ἡμερήσιον 4 δραχμῶν. Τόσον ἄλλως ἐζήτουν καὶ αὐτοὶ, λέγοντες ὅτι αὐτὸ τὸ ἡμερομίσθιον θὰ τοῖς ἐξησφάλιζε τὸ μέλλον, θὰ τοὺς ἔσωζε τὴν ἀξιοπρέπειαν. Ἀλλὰ τί συνέβη ἐν τούτοις; Ὑπὲρ τοὺς ἡμίσεις (415) οὔτε ἦλθον κἂν νὰ ζητήσωσι τὴν ἐπιστολήν. Ἄλλοι, καὶ οὗτοι ἱκανοὶ τὸν ἀριθμὸν (138), ἐπῆραν τὴν ἐπιστολήν, ἀλλὰ δὲν τὴν ἐπαρουσίασαν εἰς τὸν καταστηματάρχην πρὸς ὅν ἀπηυθύνετο. Ἄλλοι ἦλθον εἰς τὸ κατάστημα, εἰς ὃ ἐστάλησαν, εἰργάσθησαν μόλις ἡμίσειαν ἡμέραν, ἐζήτησαν τὸ ἥμισυ ἡμερομίσθιον 2 δραχμὰς καὶ οὔτε ἀνεφάνησαν. Ἄλλοι ἔγειναν ἄφαντοι μετὰ τὴν πρώτην ἡμέραν. Τέλος δὲ ἀπὸ τοὺς 727 μόνον 18 ἔμενον ἀκόμη εἰς τὴν ἐργασίαν τὴν τρίτην ἡμέραν ἀφ’ ἧς εἰσῆλθον. Τοιουτοτρόπως ἐπὶ 727 ἐπαιτῶν, σταματώντων καθ’ ὁδὸν τοὺς διαβάτας, θρηνούντων ὅτι ἀποθνήσκουσι τῆς πείνης καὶ μετὰ δακρύων ζητεύντων ἐργασίαν, μόλις 18 ἦσαν οἱ εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦντες νὰ ἐργασθῶσι. Ἡ ἀναλογία εἶνε 1 ἐπὶ 40. Τὸ πείραμα τοῦτο γενόμενον ἐν διαστήματι χρονικῷ ἱκανῶς μεγάλῳ καὶ ἐπὶ ἐκατοντάδων ἀτόμων, διευκρινίζει μὲ τρόπον ὁρι-
- ↑ νταντᾶται = νταντεύεται, ἀνατρέφεται.