Σελίδα:Εστία Αριθμός 658.djvu/7

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
503
ΕΣΤΙΑ

φημερὶς τοῦ διαμερίσματος, ὁ Ἔγχελυς!.. Παρετε τὸν Ἔγχελυν!

Ἐσταμάτα πρὸ τῶν θυρῶν, ἔσυρεν ἓν φύλλον ἀπὸ τὴν δερματίνην θήκην καὶ ἐλάμβανε τὸ ἀντίτιμον μεθ’ ἑνὸς μορφασμοῦ ἢ μιᾶς βωμολοχίας καὶ ἐξηκολούθει τὴν περιοδείαν του κράζων: Ὁ Ἔγχελυς τοῦ Μελέν!

—Εἰξεύρει τοὐλάχιστον τί πωλεῖ; εἶπεν ὑψηλοφώνως ὁ Βερδιέ, ὃν ἡ θέα τῆς ἐφημερίδος ἐκείνης ἀγοραζομένης τῇδε κακεῖσε παρὰ τῶν πολιτῶν ἐξηρέθιζεν.

Ἔμελλον νὰ γελάσωσι μὲ αὐτόν, τὸν Βερδιὲ, εἰς τὰ οἰνοπωλεῖα ἐκεῖνα καὶ τὰ παντοπωλεῖα! Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ ἐπανελάμβανον μετ’ ὀλίγον τὸν μωρὸν ἀστεϊσμὸν τοῦ δημοσιογράφου: «Τί εἶνε αὐτὸς ὁ πυροβολητὴς, ὅστις πληρώνεται διὰ νὰ φονεύῃ τούς ἀνθρώπους, καὶ ἀπεναντίας τοὺς σώζει; Ὀπίσω τὰ χρήματα! ὀπίσω τὰ γαλόνια!»

Ἐβάδισε κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὸν Πονίς ὑπὸ τὰς φλογερὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου καὶ ἐσταμάτησεν εἰς τὸ μέσον τῆς πλατείας πρὸ του ἀρχαίου πυροβολητοῦ, ὅστις ἐρυθρός, μὲ πρόσωπον κατάστικτον ὡς δίκτυον ἀποτελούμενον ἐκ λεπτοτάτων ἰοχρόων ἰνῶν, τὸν παρετήρει μὲ τὸ στόμα χαῖνον ὑπὸ τὸν μύστακά του καὶ ἔφερεν ἀκουσίως τὴν χεῖρα, οἱονεὶ πρὸς τὴν προμετωπίδα τοῦ κράνους του, εἰς τὸν πῖλον ἐκεῖνον, ἐφ’ οὗ ἀνεγινώσκετο ὁ τίτλος τῆς σκανδαλώδους ἐφημερίδος.

—Κύριε ταγματάρχα!.. Πῶς!.. Εἶσθε σεῖς, κύριε ταγ...

—Καὶ σύ, εἶπεν ὁ Βερδιέ, πωλεῖς τὸν Ἔγχελυν;

—Κύριε ταγματάρχα, ξεύρετε....

—Ὡραία ἐφημερὶς ὁ Ἔγχελυς! γνωρίζεις τί περιέχει ἐναντίον μου;

—Τὸ γνωρίζω, κύριε ταγματάρχα, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζω, δηλαδὴ... τὸ γνωρίζω, ἀλλὰ δὲν εἰξεύρω πολύ...

Καὶ ὁ Πονίς ψελλίζων ἀνεζήτει τὰς λέξεις προσέχων ταὐτοχρόνως εἰς τὸν κρεμάμενον παρὰ τὸ πλευρόν του σάκκον τῶν ἐφημερίδων, τὰς ὁποίας ὁ Βερδιὲ ἐφαίνετο ἔχων ὄρεξιν νὰ ἐξαφανίσῃ.

—Ὤ! ἐσυλλογίζετο ὁ Δυκᾶς, ὅστις ἐμάντευε τὴν ὀργὴν του ταγματάρχου, πολύ ἀβρόφρων πρὸ ὀλίγου, πολὺ βίαιος τώρα! Ἀναμφιβόλως δὲν ἔχει τὸ ἀπαιτούμενον πολιτικὸν φλέγμα.

Ὁ Φουρνερέλ, ὃν οἱ ἐν τῇ πλατείᾳ περιεκύκλουν, ἐπωφελεῖτο τῆς εὐκαιρίας διὰ νὰ εἴπῃ ὅτι ἡ πολιτικὴ οὐδόλως ἀνεμιγνύετο εἰς τὰς σχέσεις τὰς μεταξύ του ταγματάρχου καὶ του μαρκησίου. Ἦσαν γνωστοὶ ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ πολέμου.

—Ἀδιάφορον, ἔλεγεν ὁ παντοπώλης, νὰ κάθωνται ἐκεῖ νὰ σφίγγουν τὰ χέρια των ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἀντιπροσωπεύουν δύο ἀρχὰς διαφορετικάς!... Αὐτὸ εἶνε ἀστεῖον!

Ὁ Βερδιὲ προσέβλεπεν ἀτενῶς τὸν Πονὶς σφόδρα τεθορυβημένον.

—Καὶ σὲ πληρώνουν καλὰ δι’ αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα;

Ὁ πρώην στρατιώτης δὲν ἀπήντα.

—Εἰπέ μου, Πονίς, εἶπεν ὁ ταγματάρχης, τὸ εἰξεύρεις ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε μία λέξις ἀληθὴς εἰς ὅλα ὅσα γράφει αὐτὸ τὸ φύλλον ἐναντίον μου;

Ὁ Πονὶς ἐμειδίασε μετὰ περιφρονήσεως παρατηρῶν τὰς ἐφημερίδας, ἃς ἐβάσταζεν. —Οὔτε λέξις, μάλιστα, κύριε ταγματάρχα. Ἐμένα θὰ μου τὸ ’πῆτε; Πρέπει νὰ εἶνε κανεὶς ἀναιδὴς σὰν αὐτούς ποῦ γράφουν αὐτὰ τὰ φύλλα διὰ νὰ διαδώσῃ τέτοια κουραφέξαλα ἐναντίον σας... Ἄν ἤρχοντο νὰ μου τὰ ψάλλουν αὐτὰ ἐμέ, θὰ τούς ἐδιώρθωνα κατὰ ποῦ πρέπει, σᾶς δίνω τὸν λόγον μου!..

—Καὶ ἐν τοσούτῳ τὰ διανέμεις αὐτὰ τὰ κουραφέξαλα,.. τὰ πωλεῖς;..

—Αἴ!.. τὰ διανέμω... χωρὶς νὰ τὰ διανείμω.,. Μήπως τὰ ἔχω ὑπογραμμένα ἐγώ.. Τὰ πωλῶ... ἀλλὰ διαμαρτύρομαι... Ἐγὼ κάμνω τὸ ἔργον μου.

—Ἀχρεῖον ἔργον, Πονίς!

— Ὤ! τὸ γνωρίζω δά, κύριε ταγματάρχα, πῶς μὲ αὐτὸ τὸ ἔργον δὲν θὰ πάρω τὸ παράσημον... Ἀλλὰ τί νὰ κάμῃ κανείς;.. Πρέπει νὰ δουλεύσῃ διὰ νὰ φάγῃ.

— Καὶ νὰ πίῃ!

—Καὶ νὰ πίῃ, μάλιστα!.. αὐτὸ εἶνε τὸ χειρότερον. Ἡ συνήθεια τῆς κανάτας τὰ κάμνει ὅλα. Πταίει ὅμως καὶ ὁ κ. Γκενώ.

— Ὁ κ. Γκενώ;

—Ὁ κτηνίατρος του Σαλλύ· μάλιστα!

—Καὶ τί ἔκαμεν ὁ κ. Γκενώ;

—Τί ἔκαμε; του ἐζήτησα νὰ διαμοιράσω τὰ προγράμματά σας ὅταν θὰ ἤρχετο ἡ στιγμή· αὐτὸς μοῦ ἀπήντησε πῶς ἤμουν μεθύστακας ἡ ἀλήθεια εἶνε πῶς ἤμουν καὶ κομμάτι πιωμένος ὅταν τὸ ἐζήτησα αὐτὸ ἀπὸ τὸν κ. Γκενώ. Ὁπωςδήποτε ἐδυσαρεστήθηκα,.. Ἄ! εἶπα, δὲν θέλεις νὰ μοῦ δώσης τὰ προγράμματα του ταγματάρχου, αἴ; Πολὺ καλά· θὰ πάρω τὸ πρόγραμμα του Γκαρούς. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Γκαρούς ἔβγαλε καὶ ἐφημερίδα, διὰ τοῦτο πωλῶ καί τὴν ἐφημερίδα του!.. Δὲν τὸ ἔκαμα ὅμως διὰ σᾶς, κύριε ταγματάρχα, Πολὺ ὀλίγον μὲ μέλει διὰ τὸν Γκαρούς, καὶ μάλιστα νὰ σᾶς εἰπῶ, κύριε ταγματάρχα, ἂν τύχῃ καὶ δὲν ἐκλεχθῇ ὁ Γκαρούς, θὰ ἤμουν καὶ ἐγὼ εὐχαριστημένος ὅπως πολλοὶ ἄλλοι.. Λόγον τιμῆς! Διανέμω τὰ φύλλα τῆς ἐφημερίδος του... πωλῶ τὸν Ἔγχελυν... ἀλλ’ ἢ ἐγὼ ἢ ἄλλος τὸν πωλήσῃ, δὲν