Σελίδα:Εστία Αριθμός 520.djvu/14

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
848
ΕΣΤΙΑ


καὶ ἡ κόμμωσις αὐτοῦ. Μόλις ἐκάθητο τὸ μάκτρον ἔχων περὶ τὸν λαιμόν, ἐβυθίζετο εἰς βαθεῖαν ὀνειροπόλησιν, λησμονῶν τὰ πάντα. Ἀνηγείρετο τότε χωρὶς νὰ εἴπῃ λέξιν, μετέβαινεν ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους εἰς τὸ ἄλλο, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς δωματίου εἰς τὸ ἕτερον, ἐν ᾧ ὁ δυστυχὴς κουρεὺς ἀμηχανῶν ἔτρεχε κατόπιν του τὸ κτένιον καὶ τὸ ξυράφιον κρατῶν ἐν τῇ χειρί. Ἐν τῇ τραπέζῃ πολλάκις ἠναγκάζοντο οἱ περὶ αὐτὸν νὰ τὸν ἀνακαλῶσιν εἰς τὴν πραγματικότητα, διότι συνεχεῖς ἦσαν αἱ ἀφαιρέσεις αὐτοῦ, ἅμα δὲ κατελάμβανεν αὐτὸν πάλιν ἡ μουσική, ἔχανε πᾶν ἄλλο συναίσθημα. Συνέστρεφε τότε ἄκραν τινὰ χειρομάκτρου, ἔθετεν αὐτὴν μηχανικῶς ὑπὸ τὴν ῥῖνα καὶ ἔκαμνε χονδροειδεστάτους μορφασμούς. Ἀλλ’ ἐν τοῖς ταξειδίοις ἰδίως ἡ φαντασία του ἐξήπτετο εὐχερῶς. Ἡ θέα τῶν τοπείων, ἡ κίνησις τῆς ἁμάξης οἰστρηλάτουν αὐτὸν ἀπαύστως. Τότε έφωτίζετο ἡ φυσιογνωμία του, ὑπέμελπεν ὥρας ὁλοκλήρους, καὶ ὡς ἐξήρχετο τῆς θεωρίας αὐτοῦ ἐξέφραζε τὴν λύπην ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ διατυπώσῃ ἐπὶ τοῦ χάρτου τὸ ἔργον ὅπερ εἶχε μελοποιήσει.»

Τοιαύτη ἦτο ἡ περὶ τὸ ἐργάζεσθαι εὐχέρεια τοῦ Μόζαρτ ὥστε ἠδύνατο νὰ μελοποιῇ χωρὶς νὰ παρενοχλῆται διόλου ὑπὸ τοῦ θορύβου, ὅν ἔκαμνον οἱ φίλοι του γελῶντες καὶ ᾄδοντες ἔτι πλησίον του.

Ὁμοίαν, λέγουσιν, εὐχέρειαν κέκτηται καὶ ὁ Βέρδη. Πολλοὶ εἶδον αὐτὸν μελοποιοῦντα ἐν αὶθούσαις, ἐν μέσῳ ζωηρῶν συνδιαλέξεων, χωρὶς νὰ φανῇ οὐδόλως ταραττόμενος ὑπὸ τῆς ἀκατασχέτου περὶ αὐτὸν φλυαρίας.

Καλλιτεχνικαί τινες φύσεις ἄλλως τε δὲν δύνανται νὰ ἐργασθῶσιν ἐν τῇ σιγῇ· ἔχουσιν ἀνάγκην θορύβου· ἐκεῖ μόνον ἀπομονοῦνται· ἡ μαναξία πιέζει αὐτούς.

Ἐν τούτοις ὅτε διατυποῦσιν ἐπὶ τοῦ χάρτου τὴν ἰδέαν αὐτῶν, αὕτη ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἔχει ὡριμάσει πρότερον, ἐν ἀνέσει ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ των. Ὁ τοκετὸς εἶνε ταχὺς ἀλλ’ ἡ κυοφορία διήρκεσεν ἐπὶ μακρόν. Πάντες οἱ μελοποιοὶ δὲν ἔχουσι τὴν ἀπαράμιλλον εὐχέρειαν τοῦ Δονιζέτη, ὅστις ἐποίει τὰ μέλη αὐτοῦ ἐξ ὑπογυίου, ἐφ’ ᾧ οἱ ἀντίπαλοι αὐτοῦ τὸν ἔσκωπτον παρομοιάζοντες αὐτὸν πρὸς ἀντλίαν ἀεννάως ὐδρορροοῦσαν.

Ἡ μεγάλη εὐχέρεια ἄγει εἰς τὸ κοινὸν καὶ τετριμμένον ἐν τῇ τέχνῃ. Ἀλλ’ οἱ καλλιτέχναι οἵτινες ὡς ὁ Βετχόβεν μοχθοῦσιν, ἀνεγείρουσιν οἰκοδομήματα ἀψηφοῦντα τὸν χρόνον. Διὰ τοῦτο ὁ Βετχόβεν ἐγήρασεν ὀλιγώτερον τοῦ Ὠμπέρ εἰ καὶ προγενέστερος αὐτοῦ.

Κ*


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ ΤΟΥ ΣΤΑΝΑΕΫ ΚΑΙ ΒΡΑΤΣΑ
ΕΝ ΑΦΡΙΚῌ

Ἐκ τοῦ ἄρτι ἐκδοθέντος συγγράμματος τοῦ Στάνλεϋ Πέντε ἔτη ἐν Κόγκῳ, ἐρανιζόμεθα τὸ ἑπόμενον ἐπεισόδιον, ἐν ᾧ ὁ Στάνλεϋ διηγεῖται τὴν μετὰ τοῦ Βράτσα συνάντησίν του. Τότε τὸ πρῶτον εὑρέθησαν ἀπέναντι ἀλλήλων οἱ δύο ἀτρόμητοι ἐξερευνηταὶ τῆς Ἀφρικῆς. Τὸ σύγγραμμα τοῦ Στάνλεϋ εἶνε ἐν εἴδει ἡμερολογίου, καὶ ἡ ἀφήγησις πάντων τῶν γεγονότων γίνεται κατὰ πρῶτον πρόσωπον.

«Ἐπανελθὼν εἰς τὰς σκηνὰς περὶ τὴν δεκάτην ὥραν, βλέπω αἴφνης τὸν νέον Λουτετὲ-Κούναν, ἐκ Νσάνδας, δρομαίως τρέχοντα ὡσεὶ λίαν ἐνδιαφέρουσάν τινα πληροφορίαν εἶχε νὰ μοὶ ανακοινώσῃ. Ὁ νεαρὸς οὗτος μαῦρος πλησιάζει ἐν ὁρμῇ καὶ τείνει πρὸς ἐμὲ χαρτίον ἐφ’ οὗ εἶνε διὰ μολυβδίδος κεχαραγμένον τὸ ὄνομα τοῦτο: Ὁ κόμης Σαβορνιὰν δὲ Βράτσα.

Εἶμαι συγγνωστὸς ὅτι δὲν ἡδυνήθην κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην νὰ κατανοήσω τὴν ἀξίαν του περιηγητοῦ τούτου. Ὅτε ἀπῆλθον ἐξ Ἀφρικῆς τῷ 1874 οὐδόλως εἶχον ἀκούσει τι περὶ αὐτοῦ, τῷ δὲ 1878 κατὰ τὴν ἐν Εὐρώπῃ διαμονήν μου, παρεμπιπτόντως πως ἔμαθον τὰς ἐξερευνήσεις τὰς ὁποίας εἶχεν ἐκτελέσει μετὰ τῶν Κομπιέν, Μάρς καὶ Βαλλαί, ἐν Ὀγγουέ.

Ἐστράφην πρὸς τὸν Λουτετὲ-Κούναν καὶ τὸν ἠρώτησα περὶ τῆς συναντήσεώς του μετὰ τοῦ Κ. Βράτσα. Ὁ Λουτετὲ ἀρχίζει τότε νὰ μοὶ διηγῆται ἐν σπουδῇ τὴν ἔκπληξιν ἣν ᾐσθάνθη ἐπὶ τῇ θέα ἑνὸς ὑψηλοῦ λευκοῦ ἀνθρώπου, ὅτε εἰσῆλθεν εἰς τὸ χωρίον Νδάμβι-Μβόγκο.

—Εἶνε Φραντσέζε, ὅπως λέγει, προσεῖπεν ὁ Λουτετέ. Ἐπυροβόλει εἰς τὰ δένδρα μὲ ἓν τουφεκιον τὸ ὁποῖον ἔρριπτε γρήγορα πολλὰς βολάς. Εἰπέ μου, αὐθέντα, διατί οἱ λευκοὶ πυροβολοῦν κατὰ τῶν δένδρων; διὰ νὰ σκοτώσουν τὰ κακὰ πνεύματα ὅπου εἶνε μέσα;

—Ἴσως παιδί μου. Ἀλλὰ δὲν ἔχεις τίποτε ἄλλο νὰ μοῦ εἰπῇς;

—Ναί Ὅταν ὁ λευκὸς ἔμαθε ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος τῆς συνοδείας σου, μοῦ ἔδωκε αὐτὸ τὸ χαρτὶ καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ σοῦ τὸ φέρω. Μετὰ μίαν ὥραν ἐφάνη ὁ γάλλος ἐξερευνητής· Φορεῖ εἶδος περικεφαλαίας, κυανῆν στολὴν αξιωματικοῦ τοῦ ναυτικοῦ, καὶ μελανὰ περισφύρια, συνοδεύεται δὲ ὑπὸ δεκαπέντε ἀνδρῶν των πλείστων ναυτῶν ἐκ Γαβῶνος, καὶ ὡπλισμένων διὰ καραβινῶν Ουΐντσεστερ.

Ὁ Κ. Βράτσα εἶνε ὑψηλὸς ἀνήρ, ἔχει ἡλιοκαῆ τὴν μορφὴν καὶ φαίνεται ἀπηυδηκὼς ἐκ τῆς κοπώσεως. Τὸν προσκαλῶ νὰ εἰσέλθῃ ὑπὸ τὴν σκηνὴν καὶ συγγευματίσῃ μαζί μου.