Νύκτα τινὰ τὸ παιδίον δὲν εἶχε πλέον ἔξαψιν, ἀλλ’ ἀπὸ δύο ἡμερῶν ἐνέπνεεν ἀνησυχίαν εἰς τὸν ἰατρόν ἕνεκα τῆς παραδόξου ἐξασθενήσεως του, ὁμοιαζούσης πρὸς ἐγκατάλειψιν ἑαυτοῦ ὡσεὶ ὁ ἑπταετὴς ἐκεῖνος ἀσθενὴς εἶχε βαρυνθῇ ἤδη τὴν ζωήν. Ἦτο καταβεβλημένον, τεθλιμμένον, ἀφίνον ταλαντευομένην τὴν κεφαλήν του ἐπὶ τοῦ προσκεφαλαίου, τὰ δὲ ὡχρά του χείλη δὲν ἐμειδίων πλέον καὶ οἱ βλοσυροί του ὀφθαλμοὶ προσεπάθουν νὰ ἴδωσι κἄτι τι μακράν, πολύ μακράν...
Ὅτε οἱ γονεῖς του ἔδιδον εἰς αὐτὸ φάρμακόν τι, ἢ ζωμόν, δὲν τὸ ἐδέχετο. Δὲν ἐδέχετο τίποτε.
—Θέλεις τίποτε, Παυλάκη;
—Ὄχι, δὲν θέλω τίποτε.
—Πρέπει ἐν τούτοις ν’ ἀλλάξωμεν αὐτὴν τὴν κατάστασιν, εἶπεν ὁ ἰατρὸς. Αὐτὴ ἡ νάρκη μὲ τρομάζει!.. Σεῖς εἶσθε ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα, γνωρίζετε τὸ παιδί σας. Σκεφθῆτε τὶ ἠμπορεῖ νὰ ἀναζωογονήσῃ αὐτὸ τὸ σωματάκι, ν’ ἀνακαλέσῃ εἰς τὴν γῆν αὐτὸ τὸ πνεῦμα τὸ ὁποῖον διευθύνεται πρὸς τὰ σύννεφα.
Καὶ ἀνεχώρησε.
— Σκεφθῆτε!
Ναί, βεβαίως, τὸν ἐγνώριζαν πολὺ καλὰ τὸν Παυλάκην των. Ἤξευραν πόσον διεσκέδαζε τὸ παιδάκι των ὅταν τὸ ἐπήγαιναν εἰς τὴν ἐξοχὴν, τὴν κυριακήν, καὶ ἤρχετο φορτωμένον ἄνθη, ἢ ὅταν τὸ ἐπήγαιναν εἰς τὸ θέατρον καὶ ἔβλεπε τὸν παλῃάτσον.
Ὁ πατὴρ ἠγόρασεν εἰκόνας, στρατιώτας, παιγνίδια διὰ τὸν Παῦλον· ἔθεσεν αὐτὰ ἐπὶ τῆς κλίνης τοῦ παιδίου, ἔπαιζε μὲ αὐτὰ ἐνώπιον τῶν ἀπλανῶν τοῦ μικροῦ βλεμμάτων, καὶ ἕτοιμος ὤν νὰ κλαύσῃ προσεπάθει νὰ τὸ κάμῃ νὰ γελάσῃ.
—Νά, αὐτὸ εἶνε γεφύρι, γιὰ ἰδέ το καλά, εἶνε σὰν ἀληθινό... Κι’ αὐτὸς εἶνε στρατηγός. .. Θυμᾶσαι ποῦ εἴδαμεν ἕνα στρατηγόν, εἰς τὸν περίπατον μιὰ φορά; Ἄν πιῇς τὸ ἰατρικό σου, θὰ σοῦ ἀγοράσω ἕνα μεγάλον μὲ τσόχινο μανδύα καὶ χρυσαῖς ἐπωμίδες... Αἲ, τὶ λὲς, θέλεις ἕνα στρατηγό;
—Ὄχι, ἀπεκρίνετο τὸ παιδίον, διὰ τῆς ξηρᾶς ἐκείνης φωνῆς ἣν ἔχουσιν οἱ πυρέσσοντες.
—Θέλεις ἕνα πιστολάκι, μία σαΐτα;...
—Ὄχι, ἐπαναλάμβανεν ἡ φωνὴ τοῦ παιδίου. Εἰς ὅ,τι δὲ τῷ ἔλεγον, εἰς ὅλα τὰ παιγνίδια τὰ ὁποῖα τῷ ὑπισχνοῦντο, ἡ μικρὰ φωνὴ—ἐνῷ οἱ γονεῖς παρετήρουν ἀλλήλους ἀπέλπιδες—ἀπεκρίνετο: Ὄχι, ὄχι,.. ὄχι!
—Μὰ τὶ θέλεις ἐπὶ τέλους, Παυλάκη μου; ἠρώτησεν ἡ μήτηρ. Ἔλα, κἄτι θὰ θέλῃς. Πές μου το, ’μένα!... τῆς μητέρας σου.
Καὶ ἔθλιβε τὴν παρειὰν αὐτῆς ἐπὶ τοῦ προσκεφαλαίου τοῦ μικροῦ ἀσθενοῦς καὶ τῷ ἐψιθύριζε ταῦτα εἰς τὸ οὗς, ὡς μυστικόν.
Τότε τὸ παιδίον, μὲ παράδοξον ἔκφρασιν, ἀνορθωθὲν ἐπὶ τῆς κλίνης του καὶ ἐκτεῖναν πρὸς ἀορατόν τι ἄπληστον χεῖρα, ἀπεκρίθη αἴφνης διὰ φλογεροῦ τόνου, ἱκετευτικοῦ συγχρόνως καὶ ἐπιτακτικοῦ:
—Θέλω τὸν Μποὺμ-Μπούμ!
Μποὺμ-Μπούμ!
Ἡ δυστυχὴς μήτηρ ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ συζύγου της περιδεὲς βλέμμα. Τί ἔλεγε τὸ παιδί, Μήπως τῷ ἦλθε πάλιν ἡ παραφορά, ἡ φρικτὴ ἐκείνη παραφορά;...
Μποὺμ-Μπούμ!
Ἠγνόει τὶ ἐσήμαινε τοῦτο, καὶ ἐφοβεῖτο τὰς λέξεις ἐκείνας τὰς παραδόξους, ἅς τὸ παιδίον τώρα ἐπανελάμβανε δι’ ἀσθενικοῦ πείσματος ὡσεί, μὴ τολμῆσαν τέως νὰ διατυπώσῃ τὸ ὄνειρόν του, προσηλοῦτο τώρα εἰς αὐτὸ μετ’ ἀκατανικήτου ἐπιμονῆς.
—Ναί, τὸν Μποὺμ-Μπούμ! τὸν Μποὺμ-Μπούμ! Θέλω τὸν Μποὺμ-Μπούμ!
Ἡ μήτηρ ἐδράξατο σπασμωδῶς τῆς χειρὸς τοῦ συζύγου της, καὶ ἐψιθύρισεν εἰς αὐτὸν χαμηλοφώνως, ὡς παράφρων:
—Τί θὰ πῇ αὐτό, Ἰάκωβε; Πάει τὸ παιδί μας!
Ἀλλ’ ἐπὶ τῆς τραχείας μορφῆς τοῦ πατρὸς ἐφάνη μειδίαμα εὐδαιμονίας ἅμα καὶ ἐκπλήξεως, τὸ μειδίαμα καταδίκου διορῶντος πιθανότητα ἀπελευθερώσεως.
Μποὺμ-Μπούμ! Ἐνεθυμεῖτο καλὰ τὴν πρωΐαν τῆς δευτέρας τοῦ Πάσχα καθ’ ἣν εἶχεν ὁδηγήσῃ τὸν Παῦλον εἰς τὸ ἱπποδρόμιον. Είχεν ἐναύλους εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ τοῦς ἠχηροὺς καγχασμοὺς τοῦ παιδίου, ὅτε εἰς τῶν ἀκροβατῶν, ποικιλόχρωμον ἐνδεδυμένος στολὴν συνεστρέφετο κωμικῶς ἢ ἵστατο ἀκίνητος καὶ ἄκαμπτος ἐπὶ τῆς ἄμμου, τὴν κεφαλὴν ἔχων χαμαὶ καὶ ὑψηλὰ τοὺς πόδας ἢ ἀνέρριπτε μαλακοὺς πίλους οὕς, πίπτοντας, προσήρμοζε δεξιῶς εἰς τὸ κρανίον του ἐφ’ οὗ ἐσχημάτιζον πυραμίδα, εἰς ἕκαστον δὲ παιγνίδιόν του, εἰς ἕκαστον κατόρθωμά του, ὡς ἐπῳδὸν φαιδρύνουσαν τὸ εὐφυὲς καὶ ἀστειότατον πρόσωπόν του, ἐξέβαλλε τὴν αὐτὴν κραυγήν, ἐπανελάμβανε τὴν αὐτὴν λέξιν, συνοδευομένην ἐνίοτε ὑπὸ τῆς ὀρχήστρας ὅλης: Μποὺμ-Μπούμ!
Μποὺμ-Μπούμ! Ὁσάκις δὲ ἤρχετο ἡ στιγμὴ τοῦ Μποὺμ-Μπούμ, τὸ ἱπποδρόμιον ἐξερρήγνυτο εἰς ἐπευφημίας καὶ ὁ μικρὸς ἀνεκάγχαζε. Μποὺμ-Μπούμ! Αὐτὸν τὸν Μποὺμ-Μπούμ, τὸν ἀκροβάτην τοῦ Μεγάλου Ἱπποδρομίου, τὸν διασκεδάζοντα χιλιάδας ἀνθρώπων ἤθελε νὰ ἴδῃ ὁ Παυλάκης, καὶ τὸν ὁποῖον ἐν τούτοις δὲν ἠδύνατο νὰἴδῃ, διότι ἔκειτο ἐκεῖ, κατακεκλιμένος, ἄνευ δυνάμεως ἐν τῇ λευκῇ του κλίνῃ
Τὴν ἑσπέραν ὁ Ἰάκωβος ἔφερεν εἰς τὸ παιδίον