Σελίδα:Ελεγεία και Σάτιρες.djvu/68

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ

Τὸ Μιχαλιὸ τὸν πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτὰ ξεκίνησε κι ὡραῖα
μὲ τὸ Μαρὴ καὶ μὲ τὸν Παναγιώτη.
Δὲ μπόρεσε νὰ μάθη κὰν τὸ «ἐπ’ ὤμου».
Ὅλο ἐμουρμούριζε: «Κύρ-Δεκανέα,
ἄσε με νὰ γυρίσω στὸ χωριό μου».

Τὸν ἄλλο χρόνο, στὸ νοσοκομεῖο,
ἀμίλητος τὸν οὐρανὸ κοιτοῦσε.
Ἐκάρφονε πέρα, σ’ ἕνα σημεῖο,
τὸ βλέμμα του νοσταλγικὸ καὶ πρᾶο,
σὰ νἀλεγε, σὰ νὰ παρακαλοῦσε:
«Ἀφίστε με στὸ σπίτι μου νὰ πάω».

Κι ὁ Μιχαλιὸς ἐπέθανε στρατιώτης.
Τὸν ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ὁ Μαρὴς κι ὁ Παναγιώτης.
Ἀπάνω του σκεπάστηκεν ὁ λάκκος,
μὰ τοῦ ἄφισαν ἀπέξω τὸ ποδάρι:
Ἤταν λίγο μακρὺς ὁ φουκαράκος.

65