Σελίδα:Ελεγεία και Σάτιρες.djvu/62

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

καὶ δὲ βλέπουν στὸ πλάγι τους
τὸ παιδάκι ποὺ στέκει
νὰ γελᾷ τὸν ἀγῶνα των,
καὶ δὲ βλέπουν ὅτι ὕψωσε
τώρα τὸ πέλμα,—

οὕτω τὴν χώραν νέμεται
ἡ στρατιὰ τῆς ἥττης,
τοῦ λαοῦ τὴν ἀπόφασιν,
ἄτεγκτον, φοβεράν,
περιφρονοῦσα.

Ἀλλὰ τὶ λέγω; Θρήνησε,
θρήνησε τὴν πατρίδα,
νεκρὰν ὅπου σκυλεύουν
ἀλλοφρονοῦντα τέκνα της,
ὦ Ἀνδρέα Κάλβε.

Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχὴν ἔχουν αἱ μᾶζαι,
ἰδιοτελῆ καρδίαν,
καὶ παρειὰν ἀναίσθητον
εἰς τοὺς κολάφους.

59