Σελίδα:Ελεγεία και Σάτιρες.djvu/44

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

Τί νὰ σοῦ πῶ, φθινόπωρο, ποὺ πνέεις ἀπὸ τὰ φῶτα
τῆς πολιτείας καὶ φτάνεις ὥς τὰ νέφη τοὐρανοῦ;
Ὕμνοι, σύμβολα, ποιητικὲς, ὅλα γνωστὰ ἀπὸ πρῶτα,
φυλλορροοῦν στὴν κόμη σου τὰ ψυχρὰ ἄνθη τοῦ νοῦ.

Γίγας, αὐτοκρατορικὸ φάσμα, καθὼς προβαίνεις
στὸ δρόμο τῆς πικρίας καὶ τῆς περισυλλογῆς,
ἀστέρια μὲ τὸ μέτωπο, μὲ τῆς χρυσῆς σου χλαίνης
τὸ κράσπεδο σαρώνοντας τὰ φύλλα καταγῆς,

εἶσαι ὁ ἄγγελος τῆς φθορᾶς, ὁ κύριος τοῦ θανάτου,
ὁ ἴσκιος ποὺ, σὲ μεγάλα βήματα φανταστικὰ,
χτυπώντας ἀργὰ κάποτε στοὺς ὤμους τὰ φτερά του,
γράφει πρὸς τοὺς ὁρίζοντες ἐρωτηματικά...

Ἐνοσταλγοῦσα ριγηλὸ φθινόπωρο, τὶς ὧρες,
τὰ δέντρα αὐτὰ τοῦ δάσους, τὴν ἔρημη προτομή.
Κι ὅπως πέφτουνε τὰ κλαδιὰ στὸ ὑγρὸ χῶμα, οἱ ὀπῶρες
ἦρθα νὰ ἐγκαταλειφθῶ στὴν ἱερή σου ὁρμή.

41