Σελίδα:Ελεγεία και Σάτιρες.djvu/43

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΑ

Σὰ νὰ μὴν ἤρθαμε ποτὲ σ' αὐτὴ τὴ γῆ,
σὰ νὰ μένουμε ἀκόμη στὴν ἀνυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μιὰ μαρμαρυγή.
Ἄνθρωποι στῶν ἄλλων μόνο τὴ φαντασία.

Ἀπὸ χαρτὶ πλασμένα κι ἀπὸ δισταγμὸ
ἀνδρείκελα, στῆς Μοίρας τὰ δυὸ τυφλὰ χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τὸν ἐμπαιγμὸ,
ἄτονα κοιτώντας, παθητικὰ, τἀστέρια.

Μακρινὴ χώρα εἶναι γιὰ μᾶς κάθε χαρὰ,
ἡ ἐλπίδα κ' ἡ νεότης ἔννοια ἀφηρημένη.
Ἄλλος δὲν ξέρει ὅτι βρισκόμαστε, παρὰ
ὅποιος πατάει ἐπάνω μας καθὼς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ὁ καιρός.
Ὤ! κι ἂν δὲν ἤταν ἡ βαθειὰ λύπη στὸ σῶμα,
ὤ! κι ἂν δὲν ἤταν στὴν ψυχὴ ὁ πραγματικὸς
πόνος μας, γιὰ νὰ λέη ὅτι ὑπάρχουμε ἀκόμα...

40