Σελίδα:Ελεγεία και Σάτιρες.djvu/42

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

Οἱ ἄνθρωποι φεύγουν, ἢ ὅταν πλησιάζουν,
στέκουν γιὰ λίγο πάνω μας, ἀκοῦνε
στὴν ἔρημη βοή, μάταιη καὶ κούφια
σὰ νὰ χτυποῦν τὸ πόδι σὲ μιὰ στέρνα.

Κοιτάζουνε μὲ φόβο, μὲ ἀπορία,
ἔπειτα φεύγουν πάλι στοὺς ἀγῶνες,
καὶ μόνο τὸ συναίσθημα κρατοῦνε
τοῦ μακρινοῦ, ἀόριστου κινδύνου.

Εἶναι κάτι φριχτὲς ἀνταποδόσεις.
Εἶναι στὸν οὐρανὸ μιὰ σιδερένια,
μιὰ μεγάλη πυγμή, ποὺ δὲ συντρίβει,
μὰ τιμωρεῖ, κι ἀδιάκοπα πιέζει.

39