Σελίδα:Ελεγεία και Σάτιρες.djvu/40

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

Εἴμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ὁ ἄνεμος, ὅταν περνάει,
στίχους, ἤχους παράφωνους ξυπνάει
στὶς χορδὲς ποὺ κρέμονται σὰν καδένες.

Εἴμαστε κάτι ἀπίστευτες ἀντέννες.
Ὑψώνονται σὰ δάχτυλα στὰ χάη,
στὴν κορυφή τους τἄπειρο ἀντηχάει,
μὰ γρήγορα θὰ πέσουνε σπασμένες.

Εἴμαστε κάτι διάχυτες αἰσθήσεις,
χωρὶς ἐλπίδα νὰ συγκεντρωθοῦμε.
Στὰ νεῦρα μας μπερδεύεται ὅλη ἡ φύσις.

Στὸ σῶμα, στὴν ἐνθύμηση πονοῦμε.
Μᾶς διώχνουνε τὰ πράγματα, κ' ἡ ποίησις
εἶναι τὸ καταφύγιο ποὺ φθονοῦμε.

37