Σελίδα:Ελεγεία και Σάτιρες.djvu/24

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

Τὰ χρυσὰ ποὖναι τῶρα φθινόπωρα,
ποῦ τὰ θεῖα καλοκαίρια στὰ δάση;
Ποῦ οἱ νυχτιὲς μὲ τὸν ἄπειρον, ἔναστρο
οὐρανὸ, τὰ τραγούδια στὸ κῦμα;
Ὅταν πίσω καὶ πέρα μακραίνανε,
ποῦ νὰ ἐπήγαν χωριὰ, πολιτεῖες;

Οἱ θεοὶ μᾶς ἐγέλασαν, οἱ ἄνθρωποι,
κ' ἤρθαμε ὅλες ἀπόψε κοντὰ σου,
γιατὶ πιὰ τὴν ἐλπίδα δὲν ἄξιζε
τὸ σκληρὸ μας, ἀβέβαιο ταξίδι.
Σὰ φιλὶ, σὰν ἐκεῖνα ποὺ ἀλλάζαμε,
ἕνα θάνατο πάρε καὶ δόσε».

Θὰ τελιώσουν. Ἐπάνω μου γέρνοντας,
θ' ἀπομείνουν βουβὲς, μυροφόρες.
Ὁλοένα στὴν ἥσυχη κάμαρα
θὰ βραδιάζη, καὶ μήτε θὰ βλέπω
τὰ μεγάλα σὰν ἔκπληκτα μάτια τους,
ποὺ γεμίζανε φῶς τὴ ζωή μου...

21