Σελίδα:Ελεγεία και Σάτιρες.djvu/16

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Ἐγὼ δὲν ἐπλανήθηκα σὲ δάση ἀπάρθενα, βουερά,
μηδὲ ἡ ριπὴ μ' ἐχτύπησε τοῦ ὠκεανείου ἀνέμου.
Σκλάβο πουλί, τἀνώφελα πηγαίνω σέρνοντας φτερὰ
καὶ δὲ θὰ ἰδῶ τοὺς οὐρανοὺς ποὺ νοσταλγῶ ποτέ μου.

Μὰ πάντα, ὦ φύση, ἀλοίμονο! πόσο ἡ ψυχή μου ταπεινὴ
λάτρισα στὸ παραμικρὸ γίνεται μάντεμά σου,
καὶ πόσο, τώρα ποὺ ἡ βραδιὰ θὰ πέση φθινοπωρινή,
τὸ καθετὶ περσότερο μοῦ λέει τὴν ὀμορφιά σου!

Μὲ μιὰν ἀκρούλα σύννεφου ταξιδεμένου μὲ καλεῖς,
μὲ τὸ χρυσὸ χαμόγελο τοῦ μαραμένου βρύου,
μ' ἕνα χορτάρι ἀνάμεσα στὶς πλάκες ὅλες τῆς αὐλῆς,
ποὺ τὸ σαλεύει μοναχὸ ἡ πνοὴ τοῦ Σεπτεμβρίου.

Καὶ τὴ φωνή σου ἀκούγοντας, τὴ μυστικιά, τὴ δυνατή,
ὦ φύση, θἄρθω κάποτε φέρνοντας τὸ σταυρό μου.
Θἆναι τὸ χῶμα σου ἐλαφρό, καὶ θἆναι πάντα ὀνειρευτὴ
ἡ ὥρα μὲ τἀνεπάντεχο τέλος τοῦ μάταιου δρόμου!

13