Σελίδα:Ελεγεία και Σάτιρες.djvu/15

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

Τὶ νέοι ποὺ φτάσαμεν ἐδῶ, στὸ ἔρμο νησί, στὸ χεῖλος
τοῦ κόσμου, δῶθε ἀπ' τὄνειρο καὶ κεῖθε ἀπὸ τὴ γῆ!
Ὅταν ἀπομακρύθηκεν ὁ τελευταῖος μας φίλος,
ἤρθαμε ἀγάλι σέρνοντας τὴν αἰωνία πληγή.

Μὲ μάτι βλέπουμε ἀδειανό, μὲ βῆμα τσακισμένο
τὸν ἴδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τἄρρωστο κορμί, ποὺ ἐβάρυνε, σὰν ξένο,
ὑπόκωφος ἀπὸ μακρὰ ἡ φωνή μας φτάνει ἀχός.

Ἡ ζωὴ διαβαίνει, πέρα στὸν ὁρίζοντα σειρήνα,
μὰ θάνατο, καθημερνὸ θάνατο καὶ χολὴ
μόνο, γιὰ μᾶς ἡ ζωὴ θὰ φέρη, ὅσο ἂν γελᾶ ἡ ἀχτίνα
τοῦ ἥλιου καὶ οἱ αὖρες πνέουνε. Κ' εἴμαστε νέοι, πολὺ

νέοι, καὶ μᾶς ἄφισεν ἐδῶ, μιὰ νύχτα, σ' ἕνα βράχο,
τὸ πλοῖο ποὺ τώρα χάνεται στοῦ ἀπείρου τὴν καρδιά,
χάνεται καὶ ρωτιόμαστε τί νἄχουμε, τί νἄχω,
ποὺ σβύνουμε ὅλοι, φεύγουμ' ἔτσι νέοι, σχεδὸν παιδιά!

12