Σελίδα:Ελεγεία και Σάτιρες.djvu/107

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
SPLEEN

Εἶμαι σὰν κάποιο βασιλιὰ σὲ μιὰ σκοτεινὴ χώρα,
πλούσιον, ἀλλὰ χωρὶς ἰσχύ, νέον, ἀλλὰ ἀπὸ τώρα
γέρο, ποὺ τοὺς παιδαγωγοὺς φεύγει, περιφρονεῖ,
καὶ τὴν ἀνία του νὰ διώξη ματαιοπονεῖ
μ’ ὅσες μπαλλάντες ἀπαγγέλλει ὁ γελωτοποιός του.
Τίποτε δὲ φαιδρύνει πιὰ τὸ μέτωπο τοῦ ἀρρώστου,
οὔτε οἱ κυρίες ἡμίγυμνες, ποὺ εἶν’ ἕτοιμες νὰ ποῦν,
ἂν τὸ θελήση, πὼς πολὺ πολὺ τὸν ἀγαποῦν,
οὔτε ἡ ἀγέλη τῶν σκυλιῶν, οἱ ἱέρακες, τὸ κυνήγι,
οὔτε ὁ λαός, προστρέχοντας, ἡ πόρτα ὅταν ἀνοίγει.
Γίνεται μνῆμα τὸ βαρὺ κρεββάτι του, κι αὐτός,
χωρὶς ἕνα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι ἂν τοῦ φτιάνουν οἱ σοφοί, δὲ θὰ μπορέσουν
τὸ σαπισμένο τοῦ εἶναι του στοιχεῖο ν’ ἀφαιρέσουν,
καὶ μὲ τὰ αἱμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ἰδιοτροπία τῶν ἰσχυρῶν τότε γεροντική,
νὰ δόσουνε θερμότητα σ’ αὐτὸ τὸ πτῶμα ποὺ ἔχει
μόνο τῆς Λήθης τὸ νερὸ στὶς φλέβες του καὶ τρέχει.

Charles Baudelaire

104