Σελίδα:Ελεγεία και Σάτιρες.djvu/106

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

Στὸ πρόσωπο βλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο,
καὶ λένε μ’ ἀναστεναγμὸ μεγάλο:

«Ἀπὸ μιὰ κόρη τρυφερὰ ἀγαποῦμαι,
γιαυτὸ τώρα πεθαίνοντας λυποῦμαι».

«Ἔχω χτήματα πολλά, σπίτια, δάση,
κ’ ἡ νύχτα ἔτσι νωρὶς θὰ μὲ σκεπάση».

«Δὲν ἔχω πάρεξ τὸ Θεὸ τοῦ κόσμου,
μὰ πόσο μὲ φοβίζει ὁ θάνατός μου!»

Καὶ καθὼς μὲ τἄλογα προχωροῦνε,
τρία κοράκια γύρω τους πετοῦνε.

Τοὺς μοιράζονται, κρώζοντας καθένα:
«Δικοί σας οἱ δυό, κι ὁ τρίτος ἐμένα».

Nikolaus Lenau




103