«Ποιὸς εἶδε νἥλιο ἀπὸ βραδὺς κι’ ἄστρι τὸ µεσημέρι,
ποιὸς εἶδε τὴ Λιογέννητη νὰ περπατῇ ’ς τοὺς δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη καὶ ξεμαλλοπλεμένη;
—Ἐγώ εἶδα νἥλιο ἀπὸ βραδὺς κι’ ἄστρι τὸ µεσημέρι,
ἐγώ εἶδα τὴ Λιογέννητη νὰ περπατῇ ’ς τοὺς δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη καὶ ξεμαλοπλεμένη.
—Θέ µου, κι’ ἂν εἶμαι καθαρή, κι’ ἂν εἶμ’ ἐγὼ παρθένο,
ἄστραψε καὶ μπουμπούνιξε, νὰ χαλαστοῦν τὰ µάγια.»
Ἄστραψε καὶ μπουμπούνιξε, χαλάστηκαν τὰ µάγια.
Ὁ Κωσταντὴς ὁλονυχτὶς καρτέρειγε ’ς τὸ σπίτι͵
κι’ αὐτοῦ ’ς τὰ ξημερώματα τὸ μαῦρο του σελλώνει.
«Ἀνάθεμά σε, μάγισσα, ποῦ μάγια δὲν γνωρίζεις!
—Σὰν εἶν’ ἡ κόρη καθαρή, τὰ μάγια τί σοῦ φταῖνε;
Σύρε ξουρίσου φράγκικα, καὶ ντύσου ’ς τὰ γυναίκεια,
γυναίκεια καὶ χαιρέτησε κατὰ τὴν ὥρα ποῦ εἶναι,
καὶ πές: Εἰμ’ ἡ ξαδέρφη σου ἀπὸ τὸν Ἅη Δονᾶτο,
ὅπου πλουμὶ δὲν ἥξερα, κ’ ἦρθα πλουμὶ νὰ μάθω.»
Ξουρίστηκε ’ς τὰ φράκχικα καὶ ντύθηκε γυναίκεια,
κ’ ἐχτύπησε ’ς τὴν ἀργυρὴ πόρτα τῆς µαυρομάτας.
«Ποιὸς χτύπησε ’ς τὴν ἀργυρὴ πόρτα τῆς μαυρομάτας;
—Εγώ εἶμαι ἡ ξαδέρφη σου ἀπὸ τὸν Ἅη Δονᾶτο,
ὁποῦ πλουμὲ δὲν ἥξερα κ’ ἦρθα πλουμὶ νὰ µάθω.
—Καλῶς ἦρθ’ ἡ ξαδέρφη µου, μὰ γὼ δὲ σὲ γνωρίζω,
καὶ ποῦθεν εἶν’ ὁ τόπος σου καὶ ποῦθεν ἣ γενιά µας;
—Ἀλάργα εἶν’ ὁ τόπος µου κ’ ἀπὸ κοντὰ ἡ γενιά µας,
κ’ ἐμεῖς ἐξεμακρύναμε κ’ ἐχάθηκε ἡ γενιά µας,
κ’ ἐδῶ μὲ στέλνει ἡ μάννα µου πλουμίδια νὰ μὲ µάθῃς,
πλουμίδια καὶ κεντίσµατα κι’ ἀπ’ ὅ τι θέλει ὁ νοῦς µου.
—Μετὰ χαρᾶς, ξαδέρφη µου, πλουμίδια νὰ σὲ µάθω,
πλουμίδια καὶ κεντίσµατά κι’ ἀπ’ ὅ τι θέλει ὁ νοῦς σου.»
Σὰν ἄρχισε καὶ νύχτωνε, πῆρε νὰ σκοτεινιάσῃ,
ὁ Κωσταντὴς σηκώθηκε τάχα πῶς θὲ νὰ φύγῃ.
«Ἐγύχτωσε κ’ ἐβράδιασε, πῆρε νὰ σκοτεινιάσῃ,
πᾶν τὰ θηριὰ ’ς τοῖς κοίταις τους, τἀηδόνια ’ς τοῖς φωλιαῖς τους,
κ’ ἐγὼ τὸ ξένο κ’ ἔρημο ἀπόψε ποῦ νὰ μείνω;
—Μὴν πλήσσῃς, ἀξαδέρφη µου, καὶ µένεις μὲ τοῖς σκλάβαις.
Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/99
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
94
ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ