Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/97

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
92
ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

ὁ Κωσταντὴς μᾶς ἔστειλε, τὄμορφο παλληκάρι,
ἂν εἶναι θέληµα θεοῦ, γυναῖκα νὰ σὲ πάρῃ»
Σὰν τ’ ἄκουσε ἡ Λιογέννητη νἐχτύπησε τὰ γέλοια.
«Γιὰ πῆτε του τοῦ Κωσταντῆ, τοῦ µοσχαναθρεµµένου,
δὲ θέλω τον, δὲ χρήζω τον, δὲν καταδέχοµαί τον.
Σὰν ἔρθῃ ἡ µάννα μ’ ἀπ’ τὴ γῆς κι’ ὁ κύρης μ’ ἀπ’ τὸν ᾅδη,
τὰ δυό μ’ ἀδέρφια τὰ καλὰ ἀπὸ τὸν Κάτω κόσµο,
νὰ σπείρουνε τὴ θάλασσα σιτάρι νὰ καρπίσῃ
χρυσάγανο, χρυσόσταχο καὶ χρυσοκονδυλᾶτο,
καὶ μὲ τ’ ἀργυροδρέπανα νὰ μποῦν νὰ τὸ θερίσουν,
κ’ εἰς τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας νὰ κάμουνε τ’ ἀλῶνι,
μηδὲ καὶ τἄχυρο βραχῇ μηδὲ καὶ τὸ σιτάρι,
μηδὲ τὴν πάχνη τ’ ἁλωνιοῦ ἀέρας νὰ τὴν πάρῃ,
τότε κ’ ἐγὼ τὸν Κωσταντὴ θὰ τόνε πάρω γι’ ἄντρα·
καὶ πάλι ναί, καὶ πάλι ὄχι, καὶ πάλι σὰ μοῦ δόξῃ.»
Σὰν ἤκουσαν οἱ ἄρχοντες κ’ οἱ μητροπολιτᾶδες,
τοὺς κακοφάνηκε πολὺ κ’ ἔσκυψαν τὸ κεφάλι.
Κ’ αὐτὴ τότε τοὺς ἔδωκε τ’ ὁλόχρυσο γαϊτάνι.
«Ὁρίστε τὴν πλεξίδα µου τὸν ἐδικό σας κόπο.»

Ἐκίνησαν κ’ ἐπήγαιναν πικροὶ καὶ µαραμμένοι,
κι’ ὁ Κωσταντὴς καρτέρειγε ’ς τὴν ἀργυρῆ του πόρτα.
«Καλῶς ἦρθαν οἱ ἄρχοντες μὲ τὰ καλὰ τὰ λόγια.
Κακῶς ἤρθαν οἱ ἄρχοντες μὲ τὰ κακὰ τὰ λόγια.
Δὲ θέλει σε, δὲ χρήζει σε, δὲν καταδέχεταί σε.
Σὰν ἔρθῃ ἡ µάννα τς ἄπ’ τὴ γῆς κι’ ὁ κύρης ἀπ’ τὸν ᾅδη,
τὰ δυό τς ἀδέρφια τὰ καλὰ ἀπὸ τὸν Κάτω κόσµο,
νὰ σπείρουνε τὴ θάλασσα σιτάρι νὰ καρπίσῃ,
χρυσάγανο, χρυσόσταχο καὶ χρυσοκονδυλᾶτο,
καὶ μὲ τἀργυροδρέπανα νὰ μποῦν νὰ τὸ θερίσουν,
κ’ εἰς τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας νὰ κάµουνε τ’ ἀλῶνι,
μηδὲ καὶ τἄχυρο βραχῇ, μηδὲ καὶ τὸ σιτάρι,
μηδὲ τὴν πάχνη τ’ ἁλωνιοῦ ἀέρας νὰ τὴν πάρῃ,
τότε κι’ αὐτὴ τὸν Κωσταντὴ θὰ τόνε πάρῃ γι’ ἄντρα,
καὶ πάλι ναί, καὶ πάλι ὄχι, καὶ πάλι σὰν τῆς δόξῃ.»
Ὁ Κωσταντὴς σὰν τ’ ἄκουσε µέγας καϊμὸς τὸν πῆρε,
καὶ ζήτησε καὶ τὄδωκαν τ’ ὁλόχρυσο γαϊτάνι,