Ὁ Κωσταντὴς ὁ ὀμορφονιός, ὁ μικροκωσταντῖνος
μιὰ µέρα θέλησε νὰ βγῇ νὰ λαγοκυνηγήσῃ,
καὶ διάβαινε καμαρωτὸς ἀπ’ τὴν πλατειὰ τὴ ῥοῦγα.
Ἐκεῖ εἷδε τὴ Λιογέννητη μὲ τετρακόσιαις σκλάβαις.
Σὲ κρεμεζιὰ τριανταφυλλιὰ ἦταν ἀκουμπισμένη,
κ’ εἶχε τὰ φρύδια τορνευτά, τὰ µάτια σὰ ζαφεῖρι,
καὶ ’ς τὸ μικρὸ τὸ δάχτυλο εἶχε τὸ δαχτυλίδι,
καλλιά λαµπε τὸ δάχτυλο παρὰ τὸ δαχτυλίδι.
Ὡσὰν τὴν εἶδ’ ὁ Κωσταντής, ἀφήνει τὸ κυνῆγι.
Κινάει νὰ πάῃ ’ς τὸ σπίτι του σὰ μῆλο µαραµμένος.
Χωρὶς θέρµη θερµάθηκε, χωρὶς ὀριὸν ἐρριάστη,
δίχως τὸν πονοκέφαλο ἔπεσε ’ς τὸ κρεβάτι.
«Μάννα, ψυχή, μάννα, καρδιά, μάννα καὶ τὸ κεφάλι.
Μάννα, θολά εἶναι τὰ βουνὰ καὶ θαμπερὸ τὸ σπίτι.
—Γιέ µου, καλά εἶναι τὰ βουνὰ καὶ λαμπερὸ τὸ σπίτι,
μὰ σὺ κορίτσι νἀγαπᾷς κ’ ἐκείνη δὲν τὸ ξέρει.
—Μάννα, τὴν κόρη ποῦ εἶδα γώ, ἄλλος νὰ μὴ τὴν πάρῃ.
Στεῖλε νὰ κράξῃς ἄρχοντες καὶ μητροπολιτᾶδες
νὰ πᾶν νὰ κάμουν προξενειά, γυναῖκα νὰ τὴν πάρω.»
Στέλνει τρακόσιους ἄρχοντες καὶ µητροπολιτᾶδες,
στέλνει τὸν ἄρχοντα Φωκᾶ, στέλνει τὸ Νικηφόρο,
στέλνει τὸν Πετροτράχηλο, ποῦ τρέµει ἡ γῆς κι’ ὁ κόσμος.
Ἐχτύπησαν οἱ ἄρχοντες τὴν ἀργυρὴ τὴν πόρτα.
«Ποιὸς χτύπησε ’ς τὴν ἀργυρὴ πόρτα τῆς µαυρομάτας;
—Ἡμεῖς εἴμεστε οἱ ἄρχοντες κ’ οἱ μητροπολιτᾶδες,
ὁ Κωσταντὴς μᾶς ἔστειλε δυὸ λόγια νὰ σοῦ ποῦμε.
—Ἀνοίξετε ’ς τοὺς ἄρχοντες, ’ς τοὺς μητροπολιτᾶδες!
Φέρτε τρακόσια στρώματα, φέρτε τρακόσια πεύκια,
γιὰ νὰ καθίσουν οἱ ἄρχοντες κ’ οἱ μητροπολιτᾶδες,
φέρτε Μονεβασιὰ κρασί, νὰ πιοῦν οἱ ἀντρειωμένοι.»
Ἐμπαίνουν τότε οἱ ἄρχοντες κ’ οἱ μητροπολιτᾶδες,
καὶ τὴν εὑρίσκουν κ’ ἔπλεγε τ’ ὁλόχρυσο γαϊτάνι.
Καθὼς τοὺς εἷδε ἡ λυγερὴ ἐπροσηκώθηκέ τους.
«Καλῶς ἦρθαν οἱ ἄρχοντες κ’ οἱ µητροπολιτᾶδες,
φάτε καὶ πιέτε, γέροντες, κ’ ἐγὼ ς τὸν ὁρισμό σας.
—Ἐμεῖς ἐδῶ δὲν ἤρθαμε νὰ φάμε καὶ νὰ πιοῦμε,
Προξενητᾶδες εἴμαστε κ᾿ ἤρθαμε νὰ σοῦ ποῦμε,
Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/96
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
91
ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ