Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/87

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
82
ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
70
ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
[Τὸ ἀκριτικὸν τοῦτο ᾆσμα, τὸ ζητοῦν νὰ παραστήσῃ τεραστίαν τὴν πολεμικὴν ἀρετὴν τῶν Ἀκριτῶν, συνδέεται στενῶς μετὰ τοῦ ᾄσματος τῶν υἱῶν τοῦ Ἀνδρονίκου. Ὁ Κωσταντῖνος ὁ μικρὸς εἶναι ὁ πολλάκις εἰς τὰ ἀκριτικὰ ᾄσματα μνημονευόµενος υἱὸς τοῦ Ἀνδρονίκου, τὸ μικρὸ Βλαχόπουλον εἶναι τὸ αἰχμάλωτον τέκνον αὐτοῦ, καὶ ὁ Ἀλέξης ἴσως ὁ Ἀλέξανδρος ἄλλων ἀκριτικῶν ᾀσμάτων. Καὶ τὸ τέλος τῶν δύο ᾀσμάτων συµπίπτει. Ὁ ἥρως, μεθυσθεὶς ἐκ τοῦ χυθέντος αἵματος καὶ ἀδυνατῶν νὰ διακρίνῃ τὸν φίλον ἀπὸ τοῦ ἐχθροῦ, φωνάζει εἰς τοὺς συντρόφους του νὰ προφυλαχθοῦν, ὅπως μὴ ἐν τῇ παραφορᾷ του τοὺς φονεύσῃ. Ἐνιαχοῦ τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος τραγουδεῖται κατὰ τὰς Ἀπόκρεως πρὸς ἰδιάζοντα χορόν, τὸν λεγόµενον κουνητόν.]


Ὁ Κωσταντῖνος ὁ μικρὸς κι’ ὁ Ἀλέξης ὁ ἀντρειωμένος,
καὶ τὸ μικρὸ Βλαχόπουλο, ὁ καστροπολεμίτης,
ἀντάμα τρῶν καὶ πίνουνε καὶ γλυκοκουβεντιάζουν,
κι’ ἀντάμα ἐχουν τοὺς μαύρους των ’ς τὸν πλάτανο δεµένους.
Τοῦ Κώστα τρώει τὰ σίδερα, τ’ Ἀλέξη τὰ λιθάρια,
καὶ τοῦ μικροῦ Βλαχόπουλου τὰ δέντρα ξερριζώνει.
Κ’ ἐκεῖ ποῦ τρῶγαν κ’ ἔπιναν καὶ ποῦ χαροχοποῦσαν,
πουλάκι πῆγε κ’ ἔκατσε δεξιὰ μεριὰ ’ς τὴν τάβλα.
Δὲν κελαϊδοῦσε σὰν πουλί, δὲν ἔλεε σὰν ἀηδόνι,
μόν’ ἐλαλοῦσε κ’ ἔλεγε νἀθρωπινὴ κουβέντα.
«Ἐσεῖς τρῶτε καὶ πίνετε καὶ λιανοτραγουδᾶτε,
καὶ πίσω σᾶς κουρσεύουνε Σαρακηνοὶ κουρσάροι.
Πῆραν τ’ Ἀλέξη τὰ παιδιά, τοῦ Κώστα τὴ γυναῖκα,
καὶ τοῦ μικροῦ Βλαχόπουλου τὴν ἀρραβωνιασμένη.»

Ὥστε νὰ στρώσῃ ὁ Κωσταντὴς καὶ νὰ σελλώσῃ ὁ Αλέξης,
εὐὐρέθη τὸ Βλαχόπουλο ’ς τὸ μαῦρο καβαλλάρης.
«Γιὰ σύρε σὺ Βλαχόπουλο ’ς τὴ βίγλα νὰ βιγλίσῃς·
ἂν εἶν’ πενῆντα κ’ ἑκατὸ χύσου μακέλλεψέ τους,
κι’ ἂν εἶναι περισσότεροι, γύρισε μίλησέ µας.»

Ἐπήγε τὸ Βλαχόπουλο στὴ βίγλα νὰ βιγλίσῃ.
Βλέπει Τουρκιὰ Σαρακηνοὺς κι’ Ἀράπηδες κουρσάρους,