Ὁ Κωσταντῖνος ὁ μικρὸς κι’ ὁ Ἀλέξης ὁ ἀντρειωμένος,
καὶ τὸ μικρὸ Βλαχόπουλο, ὁ καστροπολεμίτης,
ἀντάμα τρῶν καὶ πίνουνε καὶ γλυκοκουβεντιάζουν,
κι’ ἀντάμα ἐχουν τοὺς μαύρους των ’ς τὸν πλάτανο δεµένους.
Τοῦ Κώστα τρώει τὰ σίδερα, τ’ Ἀλέξη τὰ λιθάρια,
καὶ τοῦ μικροῦ Βλαχόπουλου τὰ δέντρα ξερριζώνει.
Κ’ ἐκεῖ ποῦ τρῶγαν κ’ ἔπιναν καὶ ποῦ χαροχοποῦσαν,
πουλάκι πῆγε κ’ ἔκατσε δεξιὰ μεριὰ ’ς τὴν τάβλα.
Δὲν κελαϊδοῦσε σὰν πουλί, δὲν ἔλεε σὰν ἀηδόνι,
μόν’ ἐλαλοῦσε κ’ ἔλεγε νἀθρωπινὴ κουβέντα.
«Ἐσεῖς τρῶτε καὶ πίνετε καὶ λιανοτραγουδᾶτε,
καὶ πίσω σᾶς κουρσεύουνε Σαρακηνοὶ κουρσάροι.
Πῆραν τ’ Ἀλέξη τὰ παιδιά, τοῦ Κώστα τὴ γυναῖκα,
καὶ τοῦ μικροῦ Βλαχόπουλου τὴν ἀρραβωνιασμένη.»
Ὥστε νὰ στρώσῃ ὁ Κωσταντὴς καὶ νὰ σελλώσῃ ὁ Αλέξης,
εὐὐρέθη τὸ Βλαχόπουλο ’ς τὸ μαῦρο καβαλλάρης.
«Γιὰ σύρε σὺ Βλαχόπουλο ’ς τὴ βίγλα νὰ βιγλίσῃς·
ἂν εἶν’ πενῆντα κ’ ἑκατὸ χύσου μακέλλεψέ τους,
κι’ ἂν εἶναι περισσότεροι, γύρισε μίλησέ µας.»
Ἐπήγε τὸ Βλαχόπουλο στὴ βίγλα νὰ βιγλίσῃ.
Βλέπει Τουρκιὰ Σαρακηνοὺς κι’ Ἀράπηδες κουρσάρους,