δὲν κάνουμε κ’ ἕνα καλό, καλὸ γιὰ τὴν ψυχή µας;
—ὁ κόσµος φκειάνουν ἐκκλησιαῖς, φκειάνουν καὶ µοναστήρια,
νὰ πάµε νὰ φυλάξουµε ’ς τῆς Τρίχας τὸ γεφῦρι,
ποῦ θὰ περάσῃ ὁ βόιβοντας μὲ τοὺς ἁλυσωμένους·
νὰ κόψουμε τοὺς ἄλυσους νὰ βγοῦν οἱ σκλαβωμένοι,
νὰ βγῇ τῆς χήρας τὸ παιδί, π’ ἄλλο παιδὶ δὲν ἔχει,
π’ αὐτὴ τό χει μονάκριβο ’ς τὸν κόσµο ξακουσμένο.»
Ἀνάθεμά τα τὰ βουνὰ μὲ τὸ ζακόνι πὄχουν,
τὸ καλοκαῖρι κίτρινα καὶ τὸ χειμῶνα μαῦρα,
καὶ τῆν πικρὴ τὴν ἄνοιξη πολὺ ῥοδαμισμένα.
Κανένας δὲν τὰ χάρηκε μέσ’ ’ς τὸν ἀπάνω κόσµο,
ἡ κλεφτουριὰ τὰ χαίρεται καὶ τὰ μικρὰ κλεφτόπλα.
Πηδᾶνε, παίζουν καὶ γλεντᾶν καὶ ῥήνουν ’ς τὸ σηµάδι,
γυρίζουν καὶ ’ς τὴ σοῦγλα τοὺς τὰ παχουλὰ τὰ κριάρια·
πὀκεῖ οἱ Τοῦρκοι δὲν πατᾶν, φοβοῦνται τὰ κλεφτόπλα.
Χορεύουν τὰ κλεφτόπουλα, γλεντᾶνε τὰ καϊμένα,
κ’ ἕνα μικρὸ κλεφτόπουλο δὲν παίζει, δὲ χορεύει.
μόν’ τἄρματα συγύραγε χαὶ τὸ σπαθὶ τροχάει.
«Τουφέκι µου περήφανο, σπαθί µου παινεµένο,
πολλαῖς φοραῖς μὲ γλύτωσες, βόηθα καὶ τούτ’ τὴν ὥρα,
νὰ σ’ ἀσημώσω µάλαµα νὰ σὲ σμαλτώσω ἀσῆμι.»