Ἐγώ εἰμ’ ὁ γέρος Ὄλυμπος ’ς τὸν κόσµο ξακουσμένος,
ἔχω σαράντα δυὸ κορφαῖς κ’ ἑξῆντα δυὸ βρυσούλαις,
κάθε κορφὴ καὶ φλάµπουρο κάθε κλαδὶ καὶ κλέφτης.
Κι’ ὅταν τὸ παίρν’ ἡ ἄνοιξη κι’ ἀνοίγουν τὰ κλαδάκια,
γεµίζουν τὰ βουνὰ κλεφτιὰ καὶ τὰ λαγκάδια σκλάβους.
Ἔχω καὶ τὸ χρυσὸν ἀιτό, τὸ χρυσοπλουμισμένο,
πάνω ’ς τὴν πέτρα κάθεται καὶ μὲ τὸν ἥλιο λέγει·
«Ἥλιε μ’, δὲν κροῦς τἀποταχύ, μόν’ κροῦς τὸ µεσημέρι,
νὰ ζεσταθοῦν τὰ νύχια µου, τὰ νυχοπόδαρά µου;»
Ἕνας ἀιτὸς περήφανος, ἕνας ἀιτὸς λεβέντης
ἀπὸ τὴν περηφάνεια του κι’ ἀπὸ τὴ λεβεντιά του,
δὲν πάει τὰ κατώμερα νὰ καλοξεχειμάσῃ,
μοὺ µένει ἀπάνω ’ς τὰ βουνά, ψηλὰ ’ς τὰ κορφοβούνια.
Κ’ ἔρρηξε χιόνια ’ς τὰ βουνὰ καὶ κρούσταλλα ’ς τοὺς κάμπους,
ἐμάργωσαν τὰ νύχια του κ’ ἐπέσαν τὰ φτερά του.
Κι’ ἀγνάντιο βγῆκε κ’ ἔκατσε, ’ς ἕνα ψηλὸ λιθάρι,
καὶ μὲ τὸν ἥλιο μάλωνε καὶ μὲ τὸν ἥλιο λέει.
«Ἥλιε, γιὰ δὲ βαρεῖς κ’ ἐδῶ ’ς τούτη τὴν ἀποσκιοῦρα,
νὰ λειώσουνε τὰ κρούσταλλα, νὰ λειώσουνε τὰ χιόνια,
νὰ γίνῃ μιά ἀνοιξη καλή, νὰ γίνῃ καλοκαῖρι,
νὰ ζεσταθοῦν τὰ νύχια µου, νὰ γιάνουν τὰ φτερά µου,
νὰ ρθοῦνε τἄλλα τὰ πουλιὰ καὶ τἄλλα µου τἀδέρφια.»