Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/26

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
21
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
15
ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ
(Ἰούλιος 1822)
[Ο Μαχμοὺδ πασᾶς, ὁ ἐπιλεγόμενος Δράμαλης διὰ τὴν ἐκ Δράμας τῆς Μακεδονίας καταγωγήν του, διορισθεὶς ὑπὸ τοῦ Σουλτάνου σερασχέρης στρατιᾶς τριακοντακιςχιλίων περίπου πεζῶν καὶ ἱππέων, κατῆλθεν ἐκ τῆς Λαρίσης εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα ὅπως εἰσβαλὼν εἰς τὴν Πελοπόννησον καταπνίξῃ τὴν ἐπανάστασιν τῶν Ἑλλήνων, ἐπικουροῦντος καὶ τοῦ τουρκικοῦ στόλου ἐν τῷ Κορινθιακῷ κόλπῳ καὶ τῷ Ἀργολικῷ. Οὐδεμίαν συναντήσας ἀντίστασιν εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Στερεὰν Ἑλλάδα καὶ εἰς τὰς στενοπορίας τῆς Μεγαρίδος, κατέλαβε τὸν Ἀκροκόρινθον, ἐγκαταλειφθέντα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων, καὶ διὰ τῶν ἀφυλάκτων στενῶν τῶν Δερβενακίων προήλασεν εἰς τὴν Ἀργολικὴν πεδιάδα, ὅπου συνεκράτησε τὴν ἑτοίμην πρὸς παράδοσιν τουρκικὴν φρουρὰν τοῦ Ναυπλίου, ἀκυρώσας τὴν συναφθεῖσαν συνθήκην τῆς παραδόσεως. Οἱ Ἕλληνες συγκεντρωθέντες εἰς τοὺς Μύλους τῆς Λέρνης καὶ τὰς πηγὰς τοῦ Ἐρασίνου, στρατηγοῦντος τοῦ Κολοκοτρώνη, ἀπησχόλησαν μὲν αὐτὸν ἐπὶ πολὺ εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς ἀκροπόλεως τοῦ Ἄργους Λαρίσης, καταστρέψαντες δὲ ὅσα τρόφιµα ἠδυνήθησαν, περιήγαγον αὐτὸν εἰς πολλὴν στενοχωρίαν διὰ τὴν στέρησιν τῶν ἐφοδίων. Προβλέπων δ’ ὁ Κολοκοτρώνης ὅτι θ’ ἀναγκασθῇ ὁ Δράμαλης νὰ ὑποχωρήσῃ εἰς Κόρινθον, κατέλαβε τὰ στενὰ τῶν Δερβενακίων διὰ 2500 περίπου ἀνδρῶν ὑπὸ τὸν Νικηταρᾶν. Καὶ ὅτε τὴν 26 Ἰουλίου 1822 ἐπεχείρησεν ὁ στρατὸς τοῦ Δράμαλη νὰ διέλθῃ διὰ τῶν στενῶν ὑπέστη µεγάλην φθοράν, ἔκτοτε δ’ ὁ Νικηταρᾶς ἐπωνομάσθη Τουρκοφάγος. Οἱ διαφυγόντες εἰς Κόρινθον τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ τὰς ἑπομένας, ἀπεδεκατίσθησαν ὑπὸ τῶν στερήσεων καὶ τῶν νόσων, καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Δράμαλης ἀπέθανεν ἐν Κορίνθῳ.]

Φύσα μαΐστρο δροσερὲ κι’ ἀέρα τοῦ πελάγου,
νὰ πᾶς τὰ χαιρετίσµατα ’ς τοῦ Δράμαλη τὴ μάννα.
Τῆς Ῥούμελης οἱ µπέηδες, τοῦ Δράμαλη οἱ ἀγᾶδες
’ς τὸ Δερβενάκι κείτονται, ’ς τὸ χῶμα ξαπλωμένοι.
Στρῶμά χουνε τὴ μαύρη γῆς, προσκέφαλο λιθάρια
καὶ γι’ ἀπανωσκεπάσματα τοῦ φεγγαριοῦ τὴ λάµψη.

Κ’ ἕνα πουλάκι πέρασε καὶ τὸ συχνορωτᾶνε.
«Πουλί, πῶς πάει ὁ πόλεµος, τὸ κλέφτικο ντουφέκι;
Μπροστὰ πάει ὁ Νικηταρᾶς, πίσω ὁ Κολοκοτρώνης,
καὶ παραπίσω οἱ Ἕλληνες μὲ τὰ σπαθιὰ ’ς τὰ χέρια».

Γράμματα πάνε κ’ ἔρχονται ’ς τῶν µπέηδων τὰ σπίτια.
Κλαῖνε τἀχούρια γι’ ἄλογα καὶ τὰ τζαμιὰ γιὰ Τούρκους,
κλαῖνε μαννούλαις γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τοὺς ἄντρες.