Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/190

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
148

Ὕπνε, ποῦ παίρνεις τὰ µικρά, ἕλα, πᾶρε καὶ τοῦτο,
μικρὸ μικρὸ σοῦ τό δωκα, µεγάλο φέρε μού το·
μεγάλο σὰν ψηλὸ βουνό, ἴσιο σὰν κυπαρίσσι,
κ’ οἱ κλῶνοι του ν’ ἀπλώνωνται ’ς Ἀνατολὴ καὶ Δύση.


149

Νὰ μοῦ τὸ πάρῃς, Ὕπνε µου, τρεῖς βίγλαις θὰ τοῦ βάλω,
τρεῖς βίγλαις, τρεῖς βιγλάτοραις, κ’ οἱ τρεῖς ἀντρεϊωμένοι.
Βάλλω τὸν Ἥλιο ’ς τὰ βουνά, τὸν ἀετὸ ’ς τοὺς κάμπους,
τὸν κῦρ Βοριᾶ τὸ δροσερὸ ἀνάμεσα πελάγου.
Ὁ Ἥλιος ἐβασίλεψεν, ὁ ἀιτὸς ἀποκοιμήθη,
κι’ ὁ κῦρ Βοριᾶς ὁ δροσερὸς ’ς τῆς μάννας του πηγαίνει.
«Γιέ μ’, ποῦ σουν χτές, ποῦ σουν προχτές, ποῦ σουν τὴν ἄλλη νύχτα;
Μήνα μὲ τἄστρι μάλωνες, μήνα μὲ τὸ φεγγάρι,
μήνα μὲ τὸν αὐγερινό, ποῦ µεστ’ ἀγαπημένοι;
Μήτε μὲ τἄστρι μάλωνα, μήτε μὲ τὸ φεγγάρι,
μήτε μὲ τὸν αὐγερινό, ὁποῦ στ’ ἀγαπημένοι,
χρυσὸν ὑγιὸν ἐβίγλιζα ’ς τὴν ἀργυρή του κούνια.»


150

Ὕπνε µου, κ’ ἐπαρέ μού το, κι’ ἅμε το ’ς τὰ περβόλια,
καὶ τὴν ποδιά του γέμισε τριαντάφυλλα καὶ ῥόδα,
Τὰ ῥόδα νά ’ν τῆς µάνας του, τὰ μῆλα τοῦ κυροῦ του,
καὶ τἄσπρα τριαντάφυλλα νά ναι τοῦ σάντουλού του.
Ὁ ὕπνος τρέφει τὰ µωρά, κι’ ὁ κάμπος τὰ βοσκάρια,
κ’ ἐμένα τὸ παιδάκι µου τὸ τρέφουνε τὰ χάδια.