Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/166

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
161
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

καὶ δεκοχτὼ γραμματικοὶ τὰ πάθη του νὰ γράφουν.
Κ’ ἐγὼ διαβάτρα νὰ γενῶ καὶ νὰ τοὺς χαιρετήσω.
«Καλῶς τὰ κάνετε γιατροί, καλῶς τὰ πολεμᾶτε,
ἂν κόβουν τὰ ψαλίδια σας, κορμὶ μὴ λυπηθῆτε,
ἔχω κ’ ἐγὼ λινὸ παννὶ σαρανταπέντε πήχαις,
ὅλο µουρτάρια καὶ ξαντὰ ’ς τοῦ δίγνωμου τὴ σάρκα·
κι’ ἂ δὲ σᾶς φτάσουνε κι’ αὐτὰ κόβω καὶ τὴν ποδιά µου,
πουλῶ καὶ τὰ μεταξωτὰ τὰ ῥημοσκοτεινά µου,
κι’ ἂ θέλῃ γαἷμα γιατρικό, πάρετε ὀχ τὴν καρδιά µου.»


Στ. 6. καλαμιὰ ἡ ἀπολειφθεῖσα μετὰ τὸν θερισμὸν καλάµη τοῦ σίτου. Στ. 12. Τὰ κυπαρισσόμηλα, ὁ καρπὸς τῆς κυπαρίσσου, συλλέγονται διὰ θεραπευτικῆν χρῆσιν. Στ. 23. μουρτάρι (μοτὸν) καὶ ξαντὸν συνώνυμα.
Βʹ

Οὗλοι τὸν ἥλιο τὸν τηρᾶν, ποῦ πάει νὰ βασιλέψῃ,
κ’ ἡ κόρη ποῦ εἶχε τὸν καϊμὸ τὸ πέλαγο ἀγναντεύει.
Βλέπει καράβια κ’ ἔρχονται, βαρκούλαις κι’ ἀρμενίζουν.
«Μάννα, καράβια τέσσερα, µάννα, βαρκούλαις πέντε,
μάννα, χατέβα ῥώτα τα, κατέβα ξέταξέ τα,
ποιαῖς θάλασσαις καὶ ποιὰ νησιὰ χαίρονται τὸν καλό µου;
Σὲ τί τραπέζι τρώει ψωμί, καὶ τὸ δικό μού εἰν’ ἄδειο,
τίνος χεράκια τὸν κερνᾶν, καὶ τὰ δικά µου τρέµουν,
τίνος µατάκια τὸν κυττᾶν, καὶ τὰ δικά µου τρέχουν,
τίνος τὰ χείλη τὸν φιλοῦν καὶ τὰ δικά µου σκάζουν,
τίνος καρδιὰ τὸν χαίρεται, ἡ δική µου ἀναστενάζει;

Κάνω νὰ τὸν καταραστῶ καὶ πάλι τὸν λυπᾶμαι,
τί εἰν’ ἀκριβὸς τῆς µάννας τοῦ καὶ μοναχὸς δικός µου,
μὰ γὼ θὰ τὸν καταραστῶ κι’ ἂς κάμῃ ὁ θιὸς τί θέλει…

Ποιόνε βαροῦνε μαχαιριαῖς καὶ γαἷμα δὲ σταλάζει,
τίνος ἀγάπη παίρνουνε καὶ δὲν ἀναστενάζει;