Ἄχ, Φροσύνη µου καϊμένη,
τί πολὺ κακὸ θὰ γένῃ!
«Ἂν εἶστε Τοῦρκοι ἀφῆστε µε, χίλια φλωριὰ σᾶς δίνω,
σύρτε µε ’ς τὸ Μουχτάρπασα, δυὸ λόγια νὰ τοῦ κρίνω».
Ἄχ, Φροσύνῃ µου καϊμένη,
τί κακὸ πολὺ θὰ γένῃ!
«Πασᾶ µου, ποῦ εἶσαι, πρόβαλε, τρέξε νὰ μὲ γλυτώσης,
μέρωσε τὸν Ἀλῆ πασᾶ, καὶ δώσε ὅ τι νὰ δώσης».
Ἄχ, Φροσύνη πέρδικά µου,
τί κακό παθες, κυρά μου!
Εἰς τὸ Βεζίρη τὰ φλωριά, τὰ δάκρυα δὲν περνᾶνε,
καὶ σένα μ’ ἄλλαις δεκαφτὰ τὰ ψάρια θὰ σᾶς φάνε.
Ἄχ, Φροσύνη πέρδικά µου,
μὄκαψες τὰ σωθικά μου!
Νά ταν οἱ πέτραις ζάχαρη, νὰ ῥήχνανε ’ς τὴ λίµνη,
γιὰ νὰ γλυκάνῃ τὸ νερὸ γιὰ τὴν κυρὰ Φροσύνη.
Ἄχ, Φροσύνη παινεµένη.
μέσ’ ’ς τὴ λίµνη ξαπλωμένη!
Φύσα, βοριᾶ, φύσα θρᾳκιᾶ, γιὰ ν’ ἀγριέψῃ ἡ λίµνη,
νὰ βγάλῃ ταῖς ἀρχόντισσαις καὶ τὴν κυρὰ Φροσύνη.
Ἄχ, Φροσύνη παινεµένη,
μέσ’ ’ς τὴ λίµνη ξαπλωμένη!
Φροσύν’, σὲ κλαίει τὸ σπίτι σου, σὲ κλαῖνε τὰ παιδιά σου,
σὲ κλαῖν ὅλα τὰ Γιάννενα, κλαῖνε τὴν ὁμορφιά σου.
Ἄχ, Φροσύνη πέρδικά µου,
μὄκαψες τὰ σωθικά μου!