«Γιὰ ἰδὲς θᾶμα κι’ ἀντίθαμα ποῦ γίνεται ’ς τὸν κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερὴ νὰ σέρνῃ ὁ πεθαµένος!»
Τἄκουσε πάλι ἡ Ἀρετὴ κ’ ἐρράγισε ἡ καρδιά της.
«Ἄκουσες, Kωσταντάκη µου, τί λένε τὰ πουλάκια;
—Ἄφησ’ Ἄρέτω, τὰ πουλιὰ κι’ ὅ τι κι’ ἂ θέλ’ ἃς λέγουν.
—Πές µου, ποῦ εἰναι τὰ κάλλη σου, καὶ ποῦ εἰν’ ἡ λεβεντιά σου,
καὶ τὰ ξανθά σου τὰ μαλλιὰ καὶ τὄμορφο µουστάκι;
—Ἕχω καιρὸ π’ ἀρρώστησα καὶ πέσαν τὰ μαλλιά µου.»
Αὐτοῦ σιµά, αὐτοῦ κοντὰ ’ς τὴν ἐκκλησιὰ προφτάνουν.
Βαριὰ χτυπᾷ τἀλόγου του κι’ ἀπ’ ἐμπροστά της χάθη.
Κι’ ἀκούει τὴν πλάκα καὶ βροντᾷ, τὸ χῶμα καὶ βοΐζει.
Κινάει καὶ πάει ἡ Ἀρετὴ ’ς τὸ σπίτι μοναχή τῆς.
Βλέπει τοὺς κήπους της γυμνούς, τὰ δέντρα µαραμμένα,
βλέπει τὸν μπάλσαµο ξερό, τὸ καρυοφύλλι μαῦρο,
βλέπει μπροστὰ ’ς τὴν πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει τὴν πόρτα σφαλιστὴ καὶ τὰ κλειδιὰ παρµένα,
καὶ τὰ σπιτοπαράθυρα σφιχτὰ µανταλωμένα.
Κτυπᾷ τὴν πόρτα δυνατά, τὰ παραθύρια τρίζουν.
«Ἂν εἶσαι φίλος διάβαινε, κι’ ἂν εἶσαι ἐχτρός µου φύγε,
κι’ ἂν εἶσαι ὁ Πικροχάροντας, ἄλλα παιδιὰ δὲν ἔχω,
κι’ ἡ δόλια ἡ Ἀρετοῦλα µου λείπει μακριὰ ’ς τὰ ξένα.
—Σήκω, μαννοῦλα µου ἄνοιξε, σήκω, γλυκειά µου µάννα.
—Ποιὸς εἶν’ αὐτὸς ποῦ μοῦ χτυπάει καὶ μὲ φωνάζει μάννα;
—Ἄνοιξε, μάννα µου ἄνοιξε κ’ ἐγώ εἰμαι ἡ Ἀρετή σου.»
Κατέβηκε ἀγκαλιάστηκαν κι’ ἀπέθαναν κ’ οἱ δύο.